Διαβάζοντας τούτες τις γραμμές, είμαι σίγουρος ότι βλέπεις τον παιδικό ανέμελο εαυτό σου να παίζει τα μήλα, τις μπίλιες ή τους βόλους, το τσιλίκι, τα σκλαβάκια ή αμπάριζα, αλλά και τα άλλα παιδικά παιχνίδια, τα οποία λόγω χώρου δεν μπορώ να τα αναφέρω με λεπτομέρειες. Αν έπεφτες κάτω σκίζοντας γόνατα και αγκώνες ή μάτωνες το χέρι και το κεφάλι, με λίγο οινόπνευμα και με ένα φιλί από τη μάνα, όλα περνούσαν...
Όσο απίστευτο και να μας φαίνεται σήμερα, από τη στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα ή που τέλειωναν το μεσημέρι τα μαθήματα στο σχολείο ή που τελείωνε η σχολική χρονιά και τα βιβλία έκλειναν για τρεις μήνες, σπίτι και γονείς δεν μας έβλεπαν παρά μόνο όταν έπεφτε η νύχτα. Και αυτό γιατί τότε έβγαιναν να μας μαζέψουν από την πλατεία ή τον δρόμο, σκονισμένους, χτυπημένους και ιδρωμένους, μα πάνω απ’ όλα χαρούμενους και ευτυχισμένους. Ας ταξιδέψουμε, λοιπόν, στα παιχνίδια και στις χαρές των παιδικών μας χρόνων… Πάμε σαν άλλοτε στις πλατείες, όπως όταν ήμασταν παιδιά. Πάμε, λοιπόν, στα παιχνίδια, με τα οποία μεγαλώσαμε και που ξεδιπλώνουν μέσα μας μνήμες, αρώματα και γεύσεις από το τόσο μακρινό, αλλά και τόσο κοντινό παρελθόν... Για να ξεκινήσει και να γίνει, όμως, το κάθε παιχνίδι και επειδή όλα ήταν ομαδικά, έπρεπε πρώτα να φτιαχτούν οι ομάδες.
ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΝ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ
Οι τρόποι που επιλέγονταν για τη συγκρότηση της κάθε ομάδας ήταν έξι και κάθε φορά χρησιμοποιούσαμε και διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το σκεπτικό μας και το τι μας βόλευε: α) Οι δύο αρχηγοί έπαιζαν το «ήλιος και βροχή». Ο ένας αρχηγός έπαιρνε μια μικρή πλάκα, την έφτυνε στη μια μεριά, για να γίνει η βροχή και ρωτούσε τον δεύτερο αρχηγό: «Τι θέλεις, ήλιο ή βροχή;» (δηλαδή την άβρεχτη ή τη βρεγμένη πλευρά;). Εκείνος δήλωνε ανάλογα. Την έριχνε στον αέρα και ανάλογα με ποια πλευρά από τις δύο έπεφτε, κέρδιζε ο καθένας τους και ξεκινούσε να διαλέξει πρώτος τους συμπαίκτες του. β) Ο δεύτερος τρόπος ήταν τα «ποδαράκια». Οι δύο αρχηγοί στέκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και άρχισαν να περπατάνε βάζοντας τη φτέρνα του παπουτσιού στη μύτη του άλλου, με τη σειρά (εναλλάξ). Όποιος «πατήσει» πρώτος το παπούτσι του άλλου, αυτός επιλέγει πρώτος παίχτη για την ομάδα του και φυσικά επέλεγε τον καλύτερο. γ) Ο τρίτος ήταν η «σκουρίτσα». Έβαζε δύο ξυλάκια, ένα μικρό και ένα μεγάλο στο χέρι, αλλά και τα δύο να προεξέχουν το ίδιο και όποιος έβρισκε το μεγάλο, διάλεγε πρώτος τους συμπαίκτες του. δ) Ήταν ο «κούκος άνεμος», δηλαδή ένα πετραδάκι έμπαινε στην παλάμη του ενός χεριού και τα δύο χέρια μετά με κλειστές παλάμες, πίσω. Αυτός που θα έβρισκε το πετραδάκι θα κέρδιζε και θα διάλεγε πρώτος. ε) Όσα παιδιά παίρνουν μέρος, μπαίνουν σε μια γραμμή, ενώ ένα γυρίζει προς αυτά την πλάτη του, για να μην τα βλέπει. Η «μάνα» αγγίζει ένα -οποιοδήποτε- από τα παιδιά της γραμμής και ρωτάει το κρυμμένο: «Με ποιον θα παίξει αυτός/-ή που πιάνω;». Εκείνος λέει το όνομα του αρχηγού και αυτό συνεχίζεται μέχρι τον τελευταίο. στ) Το γνωστό σε όλους/-ες: «Α μπε μπα μπλομ, του κιθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ, μπλιμ μπλομ». Θυμάμαι τα κρυφά νοήματα και τα ματάκια, ώστε ορισμένοι της παρέας να είμαστε στην ίδια ομάδα του παιχνιδιού. Τα παιχνίδια μας αρχίζουν… για να θυμούνται και να συγκινούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
ΤΑ ΜΗΛΑ: Χαράζονταν δύο γραμμές σε απόσταση είκοσι με τριάντα μέτρα, περίπου, η μία από την άλλη. Οι δύο αυτές γραμμές ήταν τα τέρματα, όπου πίσω τους βρίσκονταν έως δέκα περίπου παίκτες, ενώ μπροστά τους και στο κέντρο στέκονταν άλλοι πέντε-έξι παίκτες. Με κλήρο ή όποιος/-α θεωρούταν πιο δυνατός/-ή, ξεκινούσε από τα τέρματα, να ρίξει πρώτος/-η την μπάλα, για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονταν στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά έπρεπε όλη την ώρα να τρέχουν από τη μια άκρη στην άλλη, για να μη χτυπηθούν. Αν αυτός/-ή που θα έριχνε την μπάλα δεν χτυπούσε κανέναν ή καμία, αυτή κατέληγε στην απέναντι πλευρά και όποιος/-α την έπιανε, έπρεπε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να ξαναπροσπαθήσει να πετύχει τον οποιονδήποτε παίκτη του κέντρου. Όποιος/-α χτυπιόταν, αποχωρούσε από το παιχνίδι και καθόταν εκτός. Αν, όμως, κάποιο από τα παιδιά του κέντρου έπιανε την μπάλα και την κρατούσε, κέρδιζε «ένα μήλο» ή όσα μπορούσε, δεν έβγαινε από το παιχνίδι και είτε τα χάριζε σε όσους/όσες είχαν φύγει από το παιχνίδι, οπότε ξαναέμπαιναν ή τα κρατούσε σαν μπαλαντέρ, σε περίπτωση που χτυπιόταν (αφαιρούταν ένα κάθε φορά) ή για το τέλος, για να κερδίσει. Όταν μείνει ένα παιδί στο κέντρο, τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο/η ένας/μία, λέγοντας: «Ένα μήλο», έπειτα ο/η άλλος/-η «δύο μήλα» κ.λπ. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις, ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί, τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν, όμως, τα καταφέρει να μη χτυπηθεί, έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους τους παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.
ΜΠΙΛΙΕΣ Ή ΒΟΛΟΙ: Μιλάμε για τις μικρές πολύχρωμες γυάλινες σφαίρες, τις οποίες μαζεύαμε και με τις οποίες παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο συχνό ήταν ποιος θα χτυπήσει τον βώλο του άλλου με τον δικό του, για να τον κερδίσει. Οι παίκτες έπαιζαν εναλλάξ και έσπρωχναν τις μπίλιες με τα δάχτυλα, χωρίς να τις σηκώσουν ή να τις μετακινήσουν. Το τι σήμαινε αυτό όταν έπεφταν σε λακκούβα, αδυνατώ να το περιγράψω (ήταν ό,τι χειρότερο). Βέβαια, όποιος έπαιζε με μεγαλύτερο βώλο, είχε περισσότερες πιθανότητες, αλλά ρισκάριζε να χάσει και το πιο σημαντικό όπλο. Οι πολύ μεγάλες μπίλιες φυλάσσονταν σαν κόρες οφθαλμού. Η απώλειά τους στενοχωρούσε πολλούς.
Από τον Γιάννη Γούδα