Kum = άμμος – pag = αμπέλι δηλαδή αμπέλια στην (ξανθή-χρυσή) άμμο.
Ανήκε στο Βιλαέτι Ανδριανουπόλεως, στο σαντζάκι και καζά (επαρχία) Ραιδεστού και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ηρακλείας. Είχε 2 εκκλησίες, του Αγίου Παντελεήμονα που χτίστηκε το 1835-37 και δέσποζε στον βράχο της παραλίας (το 1910 είχε τρεις ιερείς), και της Αγίας Παρασκευής στον Πάνω Μαχαλά. Στο Κούμβαο γεννήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης Θεολόγος και Επίσκοπος η μνήμη του οποίου γιορτάζεται 25 Ιουλίου και 20 Οκτωβρίου.
Τα σπίτια στο χωριό ήταν ισόγεια ή διώροφα, τσατμάδες κατά κανόνα, δηλαδή με ξύλινο σκελετό και πλιθιά ή πέτρες στην τοιχοποιία, καλαμωτή στα χωρίσματα και τον πάνω όροφο, με εξέχοντα μπαλκόνια και ξύλινη στήριξη, κλασικός τρόπος κατασκευής στην περιοχή εκείνα τα χρόνια. Το χωριό είχε 4 μαχαλάδες -δύο μπροστά στη θάλασσα και δύο πίσω στα ριζά από χωματοβούνια- του Παπαστρατή, του Ταυλαρίου (Ταβλαρίδη), του Παπαναστάση και του Κανακάρη. Την κάθε συνοικία εκπροσωπούσε στην Κοινοτική Διοίκηση ένας Δημογέροντας.
Όλοι οι κάτοικοι ήταν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι και στο χωριό υπήρχαν μόνο ο Τούρκος εκπρόσωπος (Καϊμακάμης) και 4 χωροφύλακες (ζανταρμάδες). Το 1873 είχε 2.500 κατοίκους, 1 σχολείο με 110 μαθητές και 1 δάσκαλο και έφτασε το 1914 τους 3.500 κατοίκους έχοντας επιπλέον 1 Δημοτική Σχολή με 120 μαθητές και 2 δασκάλους και Παρθεναγωγείο με 40 μαθήτριες και 3 δασκάλες (δηλαδή συνολικά πάνω από 500 οικογένειες).
Οι Κουμπαγιώτες ήταν κατά κανόνα γεωργοί (αμπελουργοί, κρομμυδάδες), ψαράδες, έμποροι και κάποιοι κτηνοτρόφοι (υπήρχαν 1.200 γιδοπρόβατα και 20 γελάδια). Βασική καλλιέργεια το σταφύλι με ποικιλίες ροζακί-μοσχάτο, ντιμπαντίκι και ροδίτης με μικρές ρώγες για σταφίδες. Υπήρχε μεγάλη παραγωγή κρασιού με φημισμένο το κόκκινο κρασί και το ρακί (τσίπουρο). Στον τρύγο έρχονταν Τούρκοι εργάτες από άλλα χωριά και Ρώσοι που δούλευαν εποχικοί στο χωριό και το μεγάλο οινοποιείο του Καραχαλίδη (υπάρχει μέχρι σήμερα ανακαινισμένο στην παραλία) δούλευε συνεχώς. Δεύτερη μεγάλη καλλιέργεια τα κρεμμύδια (ξερά-αρμαθιασμένα) τα Κουμπαγιώτικα ονομαστά για τη γλυκιά τους γεύση, μοσχοπωλούνται στη Ραιδεστό και την Κωνσταντινούπολη. Επίσης καλλιεργούνται αρκετά σιτηρά, κεράσια, ρόδια, μήλα, καρπούζια, πεπόνια, όλα τα όσπρια (φασόλια, φακές, ρεβίθια, μπιζέλια) περισσότερο για τις οικογενειακές ανάγκες.
Οι Κουμπαγιώτες ψαράδες είχαν τα καΐκια τους και η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν μπερεκέτικη, έβγαζαν πάντα ψάρια, λακέρδες, σκουμπριά, παλαμίδες, σαρδέλες, σαφρίδια, λίγδες, καλκάνια κ.τ.λ., τα οποία ή πωλούνταν φρέσκα ή γίνονταν παστά και μεταφέρονταν στη Ραιδεστό για πώληση.
Η διακίνηση όλων των προϊόντων γινόταν από Κουμπαγιώτες εμπόρους ή ξένους οδικά με κάρα ή θαλασσίως με το «παπόρι» στη Ραιδεστό (μία ώρα) ή αυθημερόν στην Κωνσταντινούπολη.
Φιλήσυχοι και προκομμένοι άνθρωποι οι πρόγονοί μας. Ζούσαν ήρεμα με τους Τούρκους όλα τα χρόνια μέχρι το 1900 περίπου. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν να μαζεύονται σύννεφα στον ουρανό των σχέσεών τους. Αρχή γίνεται το 1906 στην Ανατολική Ρωμυλία (Ρουμ-Ιλί-Ελλήνων χώρα) με τις επιθέσεις και τις καταστροφές στην Αγχίαλο, τη Φιλιππούπολη, Βάρνα, Καβακλί, Μεσημβρία, Πύργος, Σωζόπολη, Αγαθούπολη, Στενήμαχος και τη λεηλασία της Μαρασλείου Σχολής.
Το 1907 η επανάσταση των Νεότουρκων χειροτερεύει τα πράγματα και ο ηττημένος Τούρκικος Στρατός του Α’ Βαλκανικού πολέμου το 1912, μεταφέρει μαζί του όλες τις πίκρες της ήττας και αρχίζει να ξεσπά στα ελληνικά χωριάτης Θράκης. Ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την Ανατολική Θράκη για ένα εξάμηνο το 1913 και αρχίζουν οι διώξεις, χτυπιούνται πρώτα τα σχολεία και η οικονομία, μπαίνουν φόροι δυσβάσταχτοι, ειδικά για τους Έλληνες, αρχίζουν τα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ-Ταμπουρού), που μόνο το 20% όσων πήγαν μπόρεσαν να επιστρέψουν, από την πείνα και τις κακουχίες. Πολλά παλληκάρια από το χωριό για να γλιτώσουν φεύγουν στην Αμερική και τη Φραγκιά (Γαλλία-Ευρώπη). Οι Βούλγαροι χτυπούν το Πάνιδο και καίνε πολλά ελληνικά σπίτια τον Ιούλιο του 1913.
Την άνοιξη του 1914, οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης αρχίζουν να φεύγουν για την Ελλάδα. Οι επιθέσεις του Τουρκικού Στρατού πληθαίνουν κάθε μέρα. Τα εθελοντικά Τάγματα Νεοτούρκων και τουρκικές συμμορίες με σύνθημα «Γιάγμα, γιάκιν, κέσιν» (αρπάξτε, κάψτε, σφάξτε) περικυκλώνουν τις νύχτες τα ελληνικά χωριά και ρίχνουν προκηρύξεις «Ή σηκώνεστε να φύγετε από δω ή όλους θα σας σφάξουμε». Η καθοδήγηση του οργανωτή του τουρκικού στρατού (Νεότουρκοι), Γερμανού Λήμαν Φον Σάντερς και το σχέδιο για την εξόντωση όλου του μη μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης μπαίνει σε λειτουργία.
Έτσι ανήμερα του Πάσχα, 6 Απριλίου 1914, ξεκίνησε στη Θράκη ένας από τους μαζικότερους διωγμούς Ελλήνων του 20ού αιώνα. Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιδείνωσε τις εξελίξεις και οι περισσότεροι Έλληνες αναγκάζονται να φύγουν ή οδικά με κάρα, βοϊδάμαξες και τρένα προς τον Έβρο ή με βαπόρια (ελληνικά και εγγλέζικα εμπορικά πλοία) κατευθυνόμενοι προς την Ελλάδα. Οι πρόγονοί μας, 3.149 Κουμπαγιώτες σύμφωνα με τη μαύρη Βίβλο των διώξεων, της Μητροπόλεως Ηρακλείας, αναχωρούν τον Αύγουστο του 1914 μέσω θαλάσσης, παίρνοντας μαζί τους λίγα υπάρχοντα και τις εικόνες από τις εκκλησίες. Φεύγοντας βλέπουν τους Τούρκους-μουσουλμάνους που είχαν κατασκηνώσει γύρω από τη Ραιδεστό να μπαίνουν στα σπίτια τους, σπίτια να καίγονται στον Πάνω Μαχαλά και καμιά δεκαριά στο κέντρο στην παραλία, λεηλασίες και καταστροφή παντού.
Ταξιδεύουν σε μια δύσκολη θάλασσα για μέρες, μένουν καραντίνα στη Θεσσαλονίκη, κάποιοι αποβιβάζονται εκεί, οι υπόλοιποι καταλήγουν στον Πειραιά. Από εκεί προωθούνται στον Βόλο και σιγά-σιγά διασκορπίζονται στη Λάρισα, στη Στυλίδα, στην Κατερίνη και άλλες περιοχές. Αυτοί που ήρθαν οδικά έμειναν στη Δυτική Θράκη, στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη. Στη Λάρισα μένουν σε τούρκικα σπίτια και αποθήκες στην περιοχή του Σταθμού, στον Άγιο Αθανάσιο, στη Ν. Σμύρνη, στου Αβέρωφ και αλλού, περνούν δύσκολα. Κυλάνε όμως 6 χρόνια, με όνειρο πάντα την επιστροφή στην «Πατρίδα».
Και πράγματι, στην Ανατολική Θράκη με την υποστήριξη των Εγγλέζων στις 22 Ιουλίου 1920 απελευθερώνονται η Ραιδεστός και η Ηράκλεια, συλλαμβάνεται ο τούρκος διοικητής ΤζαφέρΤαγιάρ. Με τη συνθήκη των ΣΕΒΡΩΝ 10/8/1920 η Ανατολική Θράκη μέχρι την Τσατάλτζα είναι ελληνική. Οι περισσότεροι Κουμπαγιώτες επιστρέφουν αρχές Σεπτεμβρίου 1920 με το ατμόπλοιο «ΕΛΕΝΗ-ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ». Άλλα σπίτια είναι καμένα, άλλα ρημαγμένα από τους εισβολείς μουσουλμάνους που είχαν έρθει από παντού. Κουράγιο και υπομονή, όλα στήνονται από την αρχή, αλλά είναι πάλι στην Πατρίδα, στο όμορφο Κούμβαο.
Την 1η Νοεμβρίου 1920 γίνονται εκλογές και στην ελεύθερη Ανατολική Θράκη και σε σύνολο 52 βουλευτών, εκλέγονται 30 Έλληνες, 20 Μουσουλμάνοι, 1 Αρμένιος, 1 Ισραηλίτης. Το όνειρο της Ελλάδας των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών είναι αλήθεια. Δυστυχώς ο Εθνικός Διχασμός, το ξεπούλημα των Συμμαχικών Δυνάμεων και η Μικρασιατική Καταστροφή τον Αύγουστο του 1922, που φέρνει χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Θράκη, οδηγούν τη Διοίκηση της Στρατιάς να αναχωρήσει 22/9/22 από τη Ραιδεστό με το ατμόπλοιο «ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ».
Στις 25/9/1922 ο Βενιζέλος τηλεγραφεί από το Παρίσι «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα» και «ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσιν την γην, ήν από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και οι πρόγονοί των». Με το πρωτόκολλο των Μουδανιών στις 11 Οκτωβρίου 1922 αποφασίζεται η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, που πραγματοποιείται από 3-18 Οκτ. 1922 εντός 15 ημερών και η παράδοσή της στους Τούρκους τον Νοέμβριο.
Το μεγάλο δράμα έχει αρχίσει. Δεύτερη φορά πρόσφυγες οι Κουμπαγιώτες, μεταφέρονται με όποιο μέσο μπορούν, μπροστά στις ληστρικές επιθέσεις ενόπλων Τούρκων. Έχουν φορτώσει πάλι τις εικόνες και τα υπάρχοντά τους σε δύο βαπόρια ανοιχτά από το χωριό και με δάκρυα στα μάτια, αποχαιρετούν οριστικά την «Πατρίδα». Είναι Κυριακή 9 Οκτωβρίου 1922. Όλες οι Ελληνικές παραθαλάσσιες πόλεις του Μαρμαρά με ιστορία 3000 ετών σβήνουν σιγά-σιγά: το Ρήγιον, η Τσατάλτζα, η Σηλυβρία, η Ηράκλεια (Πέρινθος), η Ραιδεστός (Βισάνθη), το Πάνιδο, το Κούμβαο, το Μυριόφυτο, ο Γάνος, η Περίσταση, η Καλλίπολη, η Χερσόνησος, τα Δαρδανέλλια, επίσης οι Σαράντα Εκκλησιές, η Κεσσάνη και η Ανδριανούπολη .
Ξανά πρόσφυγες λοιπόν, 500 οικογένειες περίπου βγαίνουν στον Βόλο… μένουν προσωρινά στα προσφυγικά στα Παλιά . Σιγά-σιγά προωθούνται σε άλλες πόλεις της Κεντρ. Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Βόρειας Ελλάδας, συνήθως στις ίδιες περιοχές που είχαν μείνει πριν. Αργότερα μοιράζονται και παίρνουν κλήρο σαν πρόσφυγες ανταλλαγής,
60 οικογένειες στην Γιάννουλη (τσιφλίκι Χαροκόπου)
91 οικογένειες στον Κορινό Πιερίας (τσιφλίκι Χάιτα )
50 οικογένειες στο Αχλάδι Στυλίδας (τσιφλίκι Ζιάκα)
20 οικογένειες στη Ν. Ραιδεστό Θεσσαλονίκης, 15 οικογένειες στον Βόλο, στην Καβάλα, στη Λάρισα, στον Πειραιά και αλλού. Μια πανέμορφη ελληνική κωμόπολη έχει πάψει να υπάρχει αλλά δημιουργεί καινούργιες εστίες, που θα σταθούν και θα προκόψουν ξανά…