Αν κάποιος απελευθερωθεί για μια στιγμή από τη σκλαβιά του «φέισμπουκ» και κάνει ένα κλικ στο «google» για τη λέξη «εκπαίδευση», στη «βικιπαίδεια» στην πρώτη παράγραφο θα δει τον εξής ορισμό. «Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στον χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή του ατόμου. Από τεχνικής πλευράς, με τη διαδικασία της εκπαίδευσης αποκτώνται συγκεκριμένες γνώσεις, αναπτύσσονται δεξιότητες και ικανότητες και διαμορφώνονται αξίες (ηθική, ειλικρίνεια, ακεραιότητα χαρακτήρα, αίσθηση του δικαίου, αφοσίωση, επαγγελματισμός, υπευθυνότητα, κ.λπ.). Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα εκπαιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από παιδική ηλικία, μορφώνω, διαπαιδαγωγώ».
Στη συνέχεια παρουσιάζονται κάποιοι ορισμοί μεγάλων παιδαγωγών με τον μεγάλο Πιαζέ να λέει: «Η εκπαίδευση συνίσταται στη διαμόρφωση δημιουργών, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν πολλοί, ακόμη κι αν οι δημιουργίες του ενός είναι μικρότερες του άλλου. Χρειάζεται η διαμόρφωση εφευρετών, ανακαινιστών, όχι κομφορμιστών».
Όσο και αν το μοντέλο της εκπαίδευσης είναι θέμα πολιτικής θεώρησης του κόσμου, νομίζω ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί κανένας να διαφωνήσει ότι η εκπαίδευση είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που έχει καταντήσει να είναι στη χώρα μας. Η εκπαίδευση διαμορφώνει το μέλλον μας σαν χώρα, σαν έθνος, αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η ανάπτυξη της χώρας μας, η ποιότητα της δημοκρατίας μας και της ελευθερίας μας, διαμορφώνεται από την εκπαίδευση της κάθε γενιάς.
Η ευτυχία των ίδιων των παιδιών μας εξαρτάται από την ποιότητα της εκπαίδευσής τους. Ο άνθρωπος διαπλάθεται στην παιδική ηλικία και επομένως είναι αυτονόητο ότι οι σημαντικότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Και όμως σε όλη μου τη ζωή ελάχιστες φορές είδα κάποια από τις πολυάριθμες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις να ασχοληθεί με αυτές τις βαθμίδες. Το μόνο που ενδιαφέρει την ελληνική εκπαίδευση είναι το Πανεπιστήμιο, η κάθε μεταρρύθμιση μόνο με αυτό ασχολήθηκε. Και ειδικότερα με τις εισαγωγικές εξετάσεις και την αύξηση των Πανεπιστημιακών Τμημάτων, έτσι ώστε όλα τα Ελληνόπουλα θα «περάσουν» στο Πανεπιστήμιο. Με αυτόν τον τρόπο όλη η βασική εκπαίδευση, από το Δημοτικό ακόμη, αποκτά μια φροντιστηριακή μορφή με στόχο τις ανώτατες σπουδές. Από την άλλη πλευρά όλο αυτό υποβαθμίζει και την ποιότητα των Πανεπιστημίων.
Η εκπαίδευση στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο χρειάζεται αλλαγή φιλοσοφίας, χρειάζεται άμεσα μια επαναστατική μεταρρύθμιση. Η αλλαγή της φιλοσοφίας αφορά το σύνολο της εκπαίδευσης. Πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά με τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι πρέπει να πειστούν για να ενισχύσουν την προσπάθεια να αλλάξουν τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις των γονιών. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Παγκόσμια υπάρχουν πολλά καλά και επιτυχημένα παραδείγματα.
Το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο σήμερα θεωρείται το μοντέλο της Φινλανδίας. Είναι κάτι ευρέως γνωστό και στην Ελλάδα. Πολλοί γονείς και εκπαιδευτικοί το αναφέρουν με θαυμασμό. Παρ’ όλα αυτά είμαι σίγουρος ότι κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς τι είναι αυτό που κάνει τους μαθητές και τους δασκάλους στη Φινλανδία να λαχταράνε να βρίσκονται στο σχολείο. Ας κάνουμε μια φανταστική υπόθεση ότι αύριο το πρωί με έναν μαγικό τρόπο τα σχολεία μας εφαρμόζουν το μοντέλο της Φινλανδίας.
Είμαι σίγουρος ότι το πολύ σε δύο μήνες θα έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των νέων μεθόδων οι γονείς, ακολουθώντας η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, για να πάρουν τη σκυτάλη οι παρατάξεις και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την ίδιας ακόμα της συμπολίτευσης. Το εξετασοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι το ακριβώς αντίθετο του βιωματικού, ελεύθερου συστήματος της Φινλανδίας. Εκεί μιλάμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου η μάθηση γίνεται παιχνίδι και καταργεί ακόμα και την έννοια της αίθουσας.
Πόσοι αλήθεια θυμούνται την εκπληκτική ταινία «ο Κύκλος των χαμένων ποιητών» του 1989, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς; Θυμάμαι ότι η ταινία είχε προκαλέσει τότε μια πολύμηνη συζήτηση για την εκπαίδευση στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Στην ταινία, ένας νέος καθηγητής λογοτεχνίας ξεκινάει μαθήματα σε ένα αμερικάνικο κολέγιο για πλουσιόπαιδα, τη δεκαετία του 1950. Παρά την αυστηρότητα του κολλεγίου ο καθηγητής εφαρμόζει ανορθόδοξες μεθόδους για να κάνει τους μαθητές να «νιώσουν» την ομορφιά της ποίησης και της λογοτεχνίας.
Στο πρώτο μάθημα, για παράδειγμα, βάζει τους μαθητές να σκίσουν τις σελίδες του εγχειριδίου, όπου αναλύει επιστημονικά τη λογοτεχνία. Ανάμεσα στα άλλα τους προκαλεί να δημιουργήσουν μια λέσχη όπου θα διαβάζουν την ποίηση που τους εκφράζει. Η πλοκή δικαιώνει τον δάσκαλο στη συνείδηση των μαθητών, αλλά ξεσηκώνει εναντίον τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, με τραγικές συνέπειες στο τέλος. Όσο και αν όλα αυτά μας φαίνονται μακρινά και ξένα, στην πολύχρονη πορεία μου τα έχω δει να συμβαίνουν στην ελληνική πραγματικότητα. Αν κάποιος δάσκαλος ξεφύγει λίγο από το εγκεκριμένο πρόγραμμα, εφαρμόζοντας δημιουργικές δραστηριότητες οι οποίες συγκινούν τους μαθητές του, κατηγορείται και διώκεται επειδή «... παίζει αντί να μαθαίνει αυτά που πρέπει στους μαθητές...». Με μία μόνο εξαίρεση! Αν η ομάδα καταφέρει και φέρει κάποιο ευρωπαϊκό βραβείο... και το δείξει η τηλεόραση τότε ο δάσκαλος γίνεται ήρωας!
Το καλοκαίρι στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο δημοσιογράφος Θεοδωρόπουλος έγραψε ένα άρθρο με τον προβοκατόρικο τίτλο «Να καταργηθεί η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στα σχολεία μας». Ο άνθρωπος έλεγε το αυτονόητο, ότι έτσι που διδάσκεται η Λογοτεχνία δεν έχει νόημα, μάλλον κακό κάνει στα παιδιά που τα απομακρύνει ακόμα περισσότερο από το διάβασμα. Και είναι μια μεγάλη αλήθεια και ας ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις από εκπαιδευτικούς. Η διδασκαλία και τα εγχειρίδια λογοτεχνίας και γλώσσας είναι ακριβώς σαν αυτά που έσκισε ο καθηγητής στην ταινία. Μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 στην εκπαίδευσή μας κυριαρχούσε η αφήγηση και η εικόνα, σήμερα η «επιστημονικότατα».
Είναι άραγε τυχαίο που κυκλοφορούν ξανά και ξανά εδώ και χρόνια τα παλιά εκείνα αναγνωστικά και άλλα σχολικά εγχειρίδια της περιόδου πριν το 1960; Γιατί δεν κυκλοφορούν και τα μεταγενέστερα εγχειρίδια; Οι παλιότερες γενιές θυμούμαστε από το σχολείο τους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές μας. Έχουμε μέσα μας εντυπωμένες ακόμα εικόνες και αφηγήσεις από την μυθολογία, την ιστορία και άλλα μαθήματα. Ποιος θυμάται τα αίτια και τις αφορμές στην ιστορία ή τα καλολογικά στοιχεία στη λογοτεχνία; Ναι στην εκπαίδευση σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν και τα επιστημονικά στοιχεία, αλλά πρέπει να βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο! Η λογική αυτή διέπει της διδασκαλία όχι μόνο της λογοτεχνίας και της γλώσσας, αλλά κάθε εκπαιδευτικό αντικείμενο.
Φέρνουμε σε πρώτο πλάνο μια επιστημονικότητα και χάνουμε την ουσία. Και αυτό επειδή όλη η φιλοσοφία είναι, ότι από την πρώτη Δημοτικού ετοιμάζουμε τα παιδιά για το πανεπιστήμιο και όχι για τη ζωή. Έτσι χάνουμε όχι μόνο την αγάπη για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά και για τα μαθηματικά της καθημερινότητας, για τη μελέτη του κόσμου γύρω μας, για την τεχνολογία και για το περιβάλλον. Η εκπαίδευση στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο δεν πρέπει να είναι κάτι ξένο από την καθημερινότητα των παιδιών μας. Πρέπει να εμπεριέχουν τον κινηματογράφο κα την τηλεόραση, το ίντερνετ, τη μουσική τους, τα κόμικς, τον αθλητισμό, την τεχνολογία και κάθε τι που βλέπουν γύρω τους καθημερινά.
Σε μια συνέντευξή του ο Μπαμπινιώτης γράφει: “Πάσχουμε από κρίση ποιότητας της γλώσσας, ως προς τα ελληνικά που γράφουμε και μιλούμε. Κρίση ποιότητας της εκπαίδευσης. Στα σχολεία μας παρατηρείται μια στασιμότητα, μια δειλία και συχνά οι αποφάσεις λαμβάνονται από απαίδευτους. Και δεν εννοώ ανθρώπους που δεν εκπληρώνουν τα τυπικά προσόντα αλλά ακαλλιέργητους σε σχέση με τον πολιτισμό, τις αξίες και τις αρχές της εκπαίδευσης. Και τέλος, πάσχουμε από κρίση της γενικότερης παιδείας διότι έχουμε γίνει δέσμιοι και εξαρτημένοι από το Διαδίκτυο, την τηλεόραση και το κινητό τηλέφωνο.
Στην καλύτερη ηλικία των 15 με 18 ετών έχουμε βάλει τα παιδιά στο λούκι της εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Μόνο το φροντιστήριο έχει αξία γι’ αυτούς, οδηγώντας στην αχρήστευση του σχολείου και στην υποβάθμιση των δασκάλων. Και τι επιτυγχάνουμε τελικά; Να φεύγουν τα παιδιά από τα σχολεία χωρίς να θυμούνται απολύτως τίποτα».