Για την προσωπική της ζωή, αλλά και για το συγγραφικό της έργο έχει αναφερθεί στο παρελθόν με σημειώματα στην εφημερίδα «Ελευθερία» ο αγαπητός σε όλους ιατρός Νικόλαος Παπαθεοδώρου [1].
Σήμερα θα αναφερθούμε σε ένα «άγνωστο» κείμενό της για τα Αμπελάκια. Ο τίτλος του είναι «Η πανήγυρις του προφήτου Ηλία» και γράφτηκε λίγες ημέρες μετά από τις 20 Ιουλίου του 1890. Το άρθρο της στάλθηκε στον Κωνσταντίνο Ν. Στρατηγόπουλο, ιδιοκτήτη και διευθυντή του μηνιαίου φιλολογικού περιοδικού των Αθηνών «Θαυμάσιος Κόσμος». Δημοσιεύθηκε στο τεύχος ΙΒ΄ (Αύγουστος 1890) στις σελίδες 7-8. Στη συνέχεια παραθέτουμε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ταξιδιωτικό της χρονικό.
«Ευρεθέντες εις Αμπελάκια κατά την εορτήν του προφήτου Ηλία μετέβημεν περί την χαραυγήν εις την επί της ανατολικής πλευράς, μιας των κορυφών της Όσσης, ομώνυμον εκκλησίαν όπως ίδωμεν την ανατολήν του Ηλίου.
Το ωχρόν λυκόφως διερχόμενον διά των φύλλων τα οποία έπαιζον με την πρωινήν αύραν, εφώτιζε την άνοδόν μας. Και πολλοί υπό της αυτής με ημάς ιδέας κατεχόμενοι ή θέλοντες απλώς να καταλάβωσι θέσιν καλήν επί του οροπεδίου, είχον εκλέξει την πρωινήν αυτήν ώραν όπως ανέλθωσιν επί της κορυφής, ώστε και η άνοδός μας ήτο αληθής πανήγυρις.
Μόλις εφθάσαμεν έτρεξα εις την όπισθεν του ναΐσκου απόκρημνον κορυφήν, οπόθεν και μόνον ο ορίζων είνε ανοικτός και ηδυνάμην εν ανέσει να θαυμάσω το ωραίον θέαμα. Δεν επρόφθασα να καθίσω και η Ηώς [= αυγή], ανοίξασα τας χρυσάς πύλας του ουρανού επέχυσε την λάμψιν αυτής επί των κορυφών του Ολύμπου. Ήτο τούτο φίλημα αγνόν όπερ ευσεβής και φιλόστοργος θυγάτηρ, εγειρομένη του ύπνου αποθέτει επί της πολιάς [= λευκής] κεφαλής σεβαστού πατρός. Κατόπιν το άρμα του Ηλίου εξερχόμενον της θαλάσσης ανήρχετο σιγά την ανωφερή οδόν του ορίζοντος, επιχέων γλυκείαν λάμψιν και φαιδρότητα εις το σύμπαν.
Ουδείς μεγιστάν βασιλεύς ή αυτοκράτωρ εχαιρετίσθη ποτέ τόσον εγκαρδίως και ομοφώνως, όπως ο Ήλιος άμα τη εμφανίσει του. Η αύρα διήρχετο γοργή διά των φύλλων του απεράντου δάσους ως ν’ ανήγγελεν εις αυτά την εμφάνισιν του ζωογόνου ήλιου και εκείνα υποκλίνοντα προ αυτού, εψιθύριζον γλυκείαν προσευχήν.
Τα πτηνά εκελάδουν αρμονικώτατα χαιρετίζοντα την ανατολήν του, τα πρόβατα εβέλαζον και ημείς εκστατικοί εκ του επιβλητικού μεγαλείου της εμφανίσεως του βασιλέως της ημέρας, εξεφέρομεν επιφωνήματα θαυμασμού.
Το παν ήρχισε να λαμβάνη ζωήν και το δάσος και ο απέναντι Όλυμπος, επί του οποίου ως αμανίται [= μανιτάρια] είναι διεσπαρμένα μαγευτικά χωρία, και η πεδιάς κατοπτριζομένη εις τα νάματα [= πηγές νερού] του Πηνειού της, όστις κατά την ώραν εκείνην εφαίνετο ως μία μάζα λευκή, ήρχισε και αυτή να εκδιώκη τη βοηθεία των ηλιακών ακτίνων την πυκνήν ομίχλην και ν’ αφίνη εις ημάς να διακρίνωμεν με οφθαλμούς όλην την έκτασίν της, τα επί των εκβολών του Πηνειού αλιευτικά πλοιάριά της, τα όρη της Χαλκιδικής και μέρος του υπερηφάνου Άθω προ του οποίου εταπεινώθη ο πλέον υπερήφανος βασιλεύς της γης [2]. Ατυχώς ατελώς δύναμαι να περιγράψω εκείνο το οποίον αισθάνομαι διά το προ εμού μαγευτικόν θέαμα.
Η πανήγυρις ήτο ζωηροτάτη διότι εκτός των εντοπίων και πολλοί ξένοι είχον προσέλθει και μάλιστα εκ Λαρίσσης. Ταύτην ετίμησαν διά της παρουσίας των ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος[3] και ο αρχηγός [= του στρατού] κ. Ζυμβρακάκης. Περί τούς 40 αμνούς εψήνοντο υπό τα δένδρα. Το μετά μεσημβρίαν θέαμα ήτο τερπνότατον. Το δάσος αντελάλει εκ των ασμάτων και των εγχωρίων οργάνων διά μέσου των πυκνόφυλλων δένδρων έβλεπέ τις τους εγχωρίους χορούς. Ήτο φανταστικόν πανόραμα. Ο Διόνυσος με όλον το επιτελείον του εφαίνετο ως να εξύπνησε την ημέραν εκείνην και προσεκάλει εις ευωχίαν τας Δρυάδας [= Νύμφες των δασών] και Αμαδρυάδας [= ψυχές των δένδρων], η δε Ηχώ επανελάμβανε τα άσματα και την μουσικήν. Ούτω διήλθομεν την ημέραν εν αδιαπτώτω [= με αμείωτη, συνεχή] ευθυμίαν».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου και ο πόλεμος του 1897» (12 Φεβρουαρίου 2014), «Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου» (12 Μαρτίου 2014), «Το αρχοντικό Παπασταύρου» (15 Ιουλίου 2015), «Μία περιγραφή της Αμαλίας Παπασταύρου: Το λατομείο της Χασάμπαλης» (12 Ιουλίου 2020), «Η Αμαλία Παπασταύρου γράφει για τον Χαφούζ εφένδη» (9 Σεπτεμβρίου 2020).
[2]. Πρόκειται για τον βασιλέα των Περσών Δαρείο Α΄, ο οποίος επονομάστηκε Μέγας. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Περσικού πολέμου (492 π.Χ.), ο στρατηγός του Μαρδόνιος έχασε από τρικυμία στον Άθω 300 πλοία και 20.000 άνδρες.
[3]. Τα Αμπελάκια ήταν η έδρα της Επισκοπής Πλαταμώνος από το 1879 έως το 1900. Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ο κώδικας της Ιεράς Επισκοπής Πλαταμώνος», Αχιλλίου Πόλις (Λάρισα), τχ. 07 (Μάιος 2022), σελ. 251-261. Ειδικώς, σελ. 254.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου