Το νέο οικογενειακό δίκαιο θέσπισε κανόνες που από καιρού ίσχυαν σε πολλές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και εισήγαγε τον κανόνα της από κοινού και εξίσου επιμέλειας των τέκνων σε περίπτωση διάστασης ή διάζευξης των γονέων. Και όπως είναι γνωστό ευρύτερα, τον κανόνα της συνεπιμέλειας.
Το νέο νομοθέτημα αυτό, το οποίο καθημερινά διαμορφώνεται και διαπλάθεται με την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, ορίζει τη συνεπιμέλεια των τέκνων ως τον γενικό κανόνα. Επομένως, η επιμέλεια των τέκνων επιβάλλεται να ασκείται και από τους δύο γονείς σε όλες της τις πτυχές παρά τη διάσπαση του έγγαμου βίου. Υπό το νέο καθεστώς λοιπόν τόσο η γονική μέριμνα όσο και η επιμέλεια ορίζεται πως θα ασκείται και από τους δύο γονείς. Σημαντική μεταρρύθμιση αποτελεί και η απευθείας ανάθεση της γονικής μέριμνας του τέκνου γεννημένου εκτός γάμου των γονέων και στον πατέρα, φυσικά υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισης αυτού από εκείνον. Ωστόσο, ο ανωτέρω κανόνας δύναται να ανατραπεί για διάφορους λόγους και το ζήτημα της επιμέλειας να ρυθμιστεί με διάφορους τρόπους. Προτεραιότητα στη ρύθμιση του ζητήματος άσκησης της επιμέλειας ο νομοθέτης δίνει στη βούληση των γονέων. Οι γονείς είναι ελεύθεροι σε οποιοδήποτε στάδιο είτε στην περίπτωση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου είτε μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης είτε ακόμη και στο επίπεδο της δικαστικής διένεξης να ρυθμίσουν όπως αυτοί θέλουν την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων τους. Διάφοροι τρόποι άσκησης επιμέλειας αποτελούν η χρονική συνεπιμέλεια (χρονικός επιμερισμός), η λειτουργική συνεπιμέλεια (επιμερισμός ανά λειτουργίες) και σαφώς η αποκλειστική επιμέλεια σε έναν γονέα. Βέβαια, και στην περίπτωση αυτήν της αποκλειστικής επιμέλειας οι γονείς υποχρεούνται να συναποφασίζουν για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του.
Καινοτομία του νέου δικαίου αποτελεί και ο θεσμός της εναλλασσόμενης κατοικίας του τέκνου. Ο προσδιορισμός του τόπου κατοικίας του τέκνου δεν αποτελεί συνάρτηση της ανάθεσης της άσκησης της αποκλειστικής επιμέλειας αυτού στον έναν γονέα. Η κατοικία του τέκνου αποσυνδέεται από την άσκηση της επιμέλειας, ώστε το τέκνο με την εναλλασσόμενη κατοικία να έχει ως κατοικία του και την κατοικία του μη ασκούντος την επιμέλεια γονέα. Μπορεί επομένως την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου να ασκεί ο ένας γονέας και όμως να συμφωνηθεί ή αποφασιστεί από το Δικαστήριο το τέκνο να διαμένει εναλλάξ και στις δύο κατοικίες. Δηλαδή, τόπος κατοικίας του τέκνου θα είναι οι κατοικίες και των δύο γονέων ανεξαρτήτως της άσκησης της επιμέλειας.
Υπό το νέο οικογενειακό δίκαιο εξακολουθεί φυσικά να υφίσταται και το δικαίωμα επικοινωνίας του μη ασκούντος την επιμέλεια γονέα με το τέκνο. Μάλιστα, το δικαίωμα αυτό ενισχύεται με τη νέα διάταξη, ώστε να τεκμαίρεται ότι ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο ανέρχεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου. Η επικοινωνία αυτή θα ρυθμίζεται αναλόγως με τις ανάγκες του τέκνου και του γονέα και θα σταθμίζει όλες τις συνθήκες που επικρατούν. Χαρακτηριστική άλλωστε ήταν μία πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου όρισε καθημερινή εικοσάλεπτη τηλεφωνική επικοινωνία του προσωρινά κρατούμενου γονέα με το τέκνο του. Η απόφαση αυτή έκρινε πως η προσωρινή κράτηση του γονέα, ουδόλως πρέπει να επηρεάσει το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο και σε μικρή ηλικία τέκνο του, τη στιγμή που υπήρχε διαφωνία των γονέων ως προς τη ρύθμιση αυτού. Όλες οι ανωτέρω ρυθμίσεις και περιπτώσεις αποβλέπουν μόνο σε ένα πράγμα και έχουν κοινό παρονομαστή: το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Οι διατάξεις αυτές ως μοναδικό σκοπό έχουν να εφαρμόζονται για την προαγωγή του συμφέροντος του τέκνου και την ομαλή ανάπτυξη αυτού. Επομένως, ανά περίπτωση θα κρίνεται ποια είναι η καταλληλότερη λύση για τα παιδιά και όχι για τους γονείς. Πρωτίστως, οι ίδιοι οι γονείς πρέπει να αποβλέπουν σε αυτό, παρά τη σύγκρουση που ενδεχομένως φέρνει ένας χωρισμός. Το ίδιο σαφώς ισχύει και για τους εφαρμοστές του δικαίου σε περίπτωση ασυμφωνίας των γονέων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάθε παιδί και υπόθεση ξεχωριστά, προκειμένου να βρουν την προσφορότερη λύση. Μακάρι όντως η βούληση του νομοθέτη για την άσκηση συνεπιμέλειας, να αποτελέσει και στην πράξη τον κανόνα, καθώς τούτο προκρίνει ως καταλληλότερο το σύνολο των ερευνών και μελετών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Από τον Γεώργιο Λιανουλόπουλο,
δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω