Πρόσφατο ερέθισμα που με προβλημάτισε. Εθνική Ελλάδας μπάσκετ. Επίσημη αγαπημένη, ενίοτε λησμονημένη, ενδεχομένως και απαξιωμένη. Ο Γιάννης μας καθήλωσε στις οθόνες. Πάνε οι εποχές που πιανόμασταν στα χέρια για την καταγωγή του. Τώρα το παραμύθι είχε πρίγκιπα που θα φιλούσε τη σταχτοπούτα και θα ζούσανε οι παίκτες της Εθνικής καλά και εμείς καλύτερα. Τώρα μυριστήκαμε χαρά, πανηγύρι, λεζάντα, δόξα και μερίδιο στην επιτυχία. Πάντα έτσι γίνεται. Σιγά μην θυμηθήκαμε ότι αγαπάμε το μπάσκετ, το δήθεν εθνικό σπορ από τους θριάμβους του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φιλίππου και των άλλων παιδιών. Τώρα το τροπάριο ηχούσε ως μελωδία.
Τι κάναμε, λοιπόν; Πλύναμε τις φουστανέλες, σιδερώσαμε τις σημαίες, ακούσαμε καμιά δεκαριά φορές τον Εθνικό ύμνο στο Youtube από τα «έξυπνα» κινητά μας, φορέσαμε και τις κυπαρισσί μπλούζες του Γιάννη από την ομάδα του Μιλγουόκι και περιμέναμε. Το χρυσό. Έτσι γράφανε οι κήνσορες του πληκτρολογίου. Φουσκώναμε εμείς. Πώρωση. Εθνική ανάταση. Να η πρώτη νίκη, η δεύτερη, η τρίτη. Μεγάλος προπονηταράς ο Ιτούδης, ιπτάμενος ο Γιάννης, με δύο ν αυτός, τρομερό σουτ ο Ντόρσεϊ, γίγαντας ο Παπαγιάννης, μαέστρος ο Καλάθης και παίκτης – ορχήστρα ο Σλούκας. Ποια Ισπανία τώρα, αποκλείστηκαν και οι Σέρβοι, αλαζόνες οι Γάλλοι, σιγά μην το ξαναπάρουν οι Σλοβένοι. Λίγα ζόρια με Τσέχους, ξεμπερδέψαμε και στο διάβα μας οι – γηπεδούχοι – Γερμανοί. Επιστράτευση. Επαΐοντες, παντογνώστες, μελετητές του αθλήματος, ιστορικοί αναλυτές, όλα μαζί και σε τιμή ευκαιρίας. Θυμηθήκαμε το Γ’ Ράιχ, τη Μέρκελ, τον Χίτλερ, άσε που από πού κι ως πού οι Γερμανοί έχουν μπάσκετ. Άντε να τελειώνουμε στα γρήγορα μ’ αυτούς, να παίξουμε με τους Ισπανούς στην τετράδα που τους έχουμε και χρωστούμενα. Χάσαμε. Απλά, δίκαια, καθαρά. Κυβίστηση. Λίγος ο Ιτούδης, ατομιστής ο Γιάννης, τα έβαζαν όλα και οι Αλεμανοί, απογοήτευση. Μοιραία, η Εθνική επιστρέφει στη λήθη, το μπάσκετ ξαναγίνεται μπασκετάκι, ο Έλληνας γράφει, διαγράφει, ξεγράφει. Σε χρόνο ρεκόρ. Ίσως όχι όπως το ρεκόρ νικών που θα θέλαμε από την Εθνική μέχρι την κούπα αλλά όπως και να ‘χει, ρεκόρ.
Από τον κ. Δημήτρη Πανδρεμμένο,
αστυνομικό, δημοσιογράφο Μ.Α., μεταπτυχιακό φοιτητή Κοινωνιολογίας του Αθλητισμού