Διάνοιξις της Κεντρικής πλατείας
Η τοπική εφημερίδα «Σαλπιγξ» στο φύλλο της 25ης Οκτωβρίου 1900 αναγράφει την εξής είδηση:
«Υπεγράφη το Συμβόλαιον μεταξύ του κ. Δημάρχου Λαρίσης[1] και του ιδιοκτήτου της εν τω μέσω της πλατείας και του Δικαστηρίου οικίας, δι’ ού αύτη μετά των παρακειμένων οικοπέδων πωλείται εις τον Δήμον και εντός ολίγων ημερών διανοίγεται ωραιοτάτη η πλατεία, η μεγαλυτέρα των πλατειών όλων των πόλεων του Ελληνικού Βασιλείου. Ο κ. Δήμαρχος δέον ήδη να σκεφθή όπως όσον το ταχύτερον εκλείψωσι αι φυλακαί, αίτινες ού μόνον ασχημίζουσιν το εξωραϊσθέν μέρος, αλλά και ως εστία δυσοσμίας χρησιμεύουσι».
Ο χώρος της σημερινής Κεντρικής πλατείας επί τουρκοκρατίας δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί και ήταν κατοικημένος. Το 1876, λίγα χρόνια πριν τη θεσσαλική ενσωμάτωση στο ελληνικό βασίλειο, ανοικοδομήθηκε στο σημείο αυτό μεγάλο και αρχιτεκτονικά όμορφο οίκημα, το οποίο στέγασε το Τουρκικό Διοικητήριο[2]. Όμως η πλατεία δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί. Η αναγραφόμενη είδηση μας δίνει την πληροφορία ότι τον Οκτώβριο του 1900 ο Δήμος αγόρασε μια οικία η οποία βρισκόταν επί της πλατείας, μαζί με τα γειτονικά οικόπεδα και με την κατεδάφισή της δημιουργήθηκε η σημερινή μεγάλη Κεντρική πλατεία. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι η πλατεία Μιχ. Σάπκα, με το μέγεθος που έχει σήμερα, ολοκληρώθηκε το 1900, όπως ακριβώς είχε καταγραφεί στο σχέδιο πόλης που συντάχθηκε το 1882.
Επί πλέον ο δημοσιογράφος αναφέρεται και στην παραφωνία που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, κατά την οποία μάλιστα η πόλη είχε ήδη αρχίσει να εξωραΐζεται, να βρίσκονται οι ποινικές φυλακές στο κεντρικότερο σημείο της Λάρισας, στη γωνία Κύπρου και Φιλελλήνων. Ως γνωστόν το κτίριο αυτό, «εστία δυσοσμίας» όπως αναφέρεται, ήταν ιδιοκτησία του Μεχμέτ Χατζημέτο και μαζί με παρακείμενα καταστήματα του ιδίου, κατεδαφίσθηκαν και το 1906 οικοδομήθηκε το μέγαρο Χατζημέτο, γνωστό και ως Λέσχη Ασλάνη, αφού με την ολοκλήρωση του επιβλητικού αυτού μεγάρου της προπολεμικής Λάρισας, ο επάνω όροφος ενοικιάσθηκε για πέντε χρόνια στον Ιωάννη Ασλάνη από την Αθήνα για την αποκλειστική λειτουργία πολυτελούς Λέσχης.
Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος
Στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός» και στο φύλλο της 3ης Φεβρουαρίου 1901 δημοσιεύεται λιτό τηλεγράφημα το οποίο εστάλη από τη Λάρισα και αναφέρει επί λέξει:
«ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΑΡΙΣΑΝ. Λάρισα 2 Φεβρουαρίου. Σήμερον εν τη αιθούση του Διδασκαλείου, γενομένων αρχαιρεσιών του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου, εξελέγησαν: Πρόεδρος ο κ. Χαροκόπος, μέλη δε του συμβουλίου του Μουσικού τμήματος οι κ. κ. Γκέκας, Γαλανίδης και Γεωργιάδης, του δε Γυμναστικού τμήματος οι κ. κ. Ιατρίδης, Δημητριάδης και Φίλιος και γραμματεύς ο κ. Μανωλάκης. Σκοπός του Συλλόγου είναι η διάδοσις της μουσικής και της γυμναστικής».
Επί τουρκοκρατίας ο αθλητισμός ήταν άγνωστος στη Λάρισα, το δε μουσικό πνεύμα έλειπε τελείως και μόνον ορισμένοι τσιγγάνοι της πόλης με αρχέγονα μουσικά όργανα εμφανίζονταν σε γάμους και πανηγύρια. Μετά την προσωρινή κατάληψη της πόλης το 1897-98 από τους Τούρκους, η Λάρισα προσπαθούσε να αποτινάξει όχι μόνον την τουρκική μορφή της, αλλά και τις οθωμανικές καθημερινές συνήθειες της ζωής των κατοίκων της.
Η ίδρυση του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου απέβλεπε προς τούτο, η δε σύνθεση του προεδρείου το εγγυόταν. Ήταν όλοι τους επίλεκτα μέλη της λαρισαϊκής κοινωνίας. Το καταστατικό του συλλόγου, αποτελούμενο από 42 άρθρα, εγκρίθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Δεκεμβρίου 1900.
Οι πρώτες αρχαιρεσίες του νέου Συλλόγου έγιναν όπως αναφέρεται στην είδηση, στις 2 Φεβρουαρίου 1901, παρουσία 88 μελών. Από τις πρώτες ενέργειες ήταν η ενοικίαση της οικίας Φραγκούλη σαν γραφείο. Ουσιαστικά ο Σύλλογος διέθετε δύο χωριστά τμήματα, το Γυμναστικό και το Μουσικό. Η λειτουργία του βασιζόταν οικονομικά στις συνδρομές των μελών και στις χρηματικές δωρεές ορισμένων εύπορων Λαρισαίων. Επιπλέον και ο Δήμος ενίσχυσε αρχικά το σωματείο με ειδική πίστωση και με την παραχώρηση μεγάλης δημοτικής έκτασης για την ανέγερση Γυμναστηρίου[3], το οποίο άρχισε τη λειτουργία του την 1η Οκτωβρίου 1901. Μάλιστα η τοπική εφημερίδα «Σάλπιγξ» στο φύλλο της 2ας Σεπτεμβρίου 1901 με κάποια υπερβολή έγραφε ότι: «… το μεν Γυμναστήριον, εφάμιλλον του οποίου εν τη Ανατολή δεν θα υπάρχει, εντός του μηνός Σεπτεμβρίου περατούται…». Γυμναστής προσλήφθηκε ο Γ. Δημητρόπουλος, καθηγητής της Γυμναστικής στο Γυμνάσιο Λαρίσης.
Το Μουσικό τμήμα με τα απαιτούμενα όργανα εγκαταστάθηκε σε κατάλληλο οίκημα το οποίο βρισκόταν επί της οδού Φαρσάλων (σήμερα Ρούσβελτ), απέναντι από το φαρμακείο του Κων. Παπασταύρου. Με ενέργειες του Παναγή Χαροκόπου προσλήφθηκε ως διευθυντής της μουσικής σχολής ο γερμανός Ιάκωβος Μπέμ[4].
Τα μέλη του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης ανάμεσα σε όργανα γυμναστικής και τη σημαία του Συλλόγου, φωτογραφούμενα στο Γυμναστήριο. 1905 περίπου. Συλλογή Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου.
Η προτομή του Κουμουνδούρου
Η τοπική εφημερίδα «Μικρά» του Θρασύβουλου Μακρή δημοσίευε στο φύλλο της 6ης Αυγούστου 1906 την παρακάτω είδηση:
«Την απόφασιν περί ανεγέρσεως της προτομής εν τη ομωνύμω (;) πλατεία της πόλεώς μας του ελευθερωτού της Θεσσαλίας Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου, την οποίαν έλαβον σωματεία τινα της πόλεώς μας, ενέκρινεν ήδη το Υπουργείον των Εσωτερικών, όπερ και δια Βασιλικού Διατάγματος ενέκρινε την σύστασιν Επιτροπής προς συλλογήν εράνων.
Η εν λόγω επιτροπή, ής η δικαιοδοσία περιορίζεται εν τοις Νομοίς Λαρίσσης και Τρικκάλων, απηρτίσθη εκ των κ. κ. Γ. Δεσύπρη, Π. Νόνη, Μ. Σάπκα, Ν. Ριζοπούλου, Θ. Ιατροπούλου, Κ. Παπασταύρου, Δ. Στρυμπούλη και Β. Αρσενίδου».
Ο Αλ. Κουμουνδούρος υπήρξε ο πρωτεργάτης της διπλωματικής προσπάθειας της χώρας μας να προσαρτηθεί η Θεσσαλία με τα εδάφη της παλιάς Ελλάδας και ο πρωθυπουργός της κατά την 31 Αυγούστου 1981, όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε ειρηνικά στην πόλη μας.
Η Θεσσαλία του χρωστούσε πολλά, όμως αντ’ αυτού του επέστρεψε πικρία. Στις πρώτες εθνικές εκλογές μετά το 1881, οι οποίες διεξήχθηκαν στις 20 Δεκεμβρίου 1881 οι Θεσσαλοί καταψήφισαν το κόμμα του και επέλεξαν τους υποψήφιους του κόμματος του Χαρίλαου Τρικούπη, το οποίο ανεδείχθη νικητής των εκλογών. Λέγεται ότι έκτοτε ο Αλέξ. Κουμουνδούρος (1815-1883) καταράστηκε (!) τους Θεσσαλούς.
Παρ’ όλα αυτά δι’ εράνων οι Θεσσαλοί ανήγειραν αργότερα την προτομή του στην Κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας της Θεσσαλίας τη Λάρισα, όπου υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Η προτομή του Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου στην Κεντρική πλατεία Μιχαήλ Σάπκα. Στο βάθος η προτομή του Κων. Κούμα. Μεταπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
[1]. Δήμαρχος Λαρίσης ήταν την περίοδο εκείνη ο Αναστάσιος Ζαρμάνης.
[2]. Μετά το 1881 στο κτίριο αυτό αρχικά αναπτύχθηκαν στρατιωτικές υπηρεσίες και μετά στεγάσθηκαν οι δικαστικές υπηρεσίες της Λάρισας, γι’ αυτό στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου υπήρχε η επιγραφή «Θέμιδος Μέλαθρον» και η πλατεία έκτοτε έμεινε γνωστή ως πλατεία Θέμιδος.
[3]. Είναι ο τεράστιος χώρος όπου σήμερα βρίσκονται το Κουτσίνειο και άλλα διδακτήρια, νότια του σχολικού συγκροτήματος του Α’ Γυμνασίου Αρρένων. Όταν μεταξύ των ετών 1930-32 ανεγέρθηκε το Α’ Γυμνάσιο Λαρίσης το Γυμναστήριο αποδόθηκε για σχολική χρήση και ονομαζόταν σχολικό γυμναστήριο. Σ’ αυτό, εκτός από την εξάσκηση των αθλητών λάμβαναν χώρα και οι σχολικές επιδείξεις.
[4]. Ο Μπεμ είχε σπουδάσει μουσική στο Βασιλικό Ωδείο της Δρέσδης από το οποίο απεφοίτησε με άριστα. Διορίσθηκε καθηγητής στο ίδιο Ωδείο, όπου δίδαξε επί επτά χρόνια. Ήταν θαυμάσιος πιανίστας και δεινός βιολιστής και διακρινόταν για την διδασκαλία της φωνητικής μουσικής. Ήλθε στη Λάρισα και ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο του 1901.