Ετοίμαζε αποβραδίς τα εργαλεία της δουλειάς του {κασσίτερος, καλάι, σπίρτο (οξύ) και φύλλα χαλκού, σφυριά, τη σιδερένια μεγάλη μασιά, το κολλητήρι, το ψαλίδι, βαμβάκι μπόλικο και ένα ταψί}, βάζοντάς τα σ’ ένα τσουβάλι και την άλλη μέρα το πρωί, έπαιρνε το δρόμο αργά-αργά με τα πόδια βέβαια, και μέσα από μονοπάτια, βουνά και λαγκάδια, για να φτάσει στο χωριό που για δυό τουλάχιστον βδομάδες, θα τον φιλοξενούσε. Μεγάλο για την εποχή εκείνη το χωριό και πολλά τα μαγειρικά χάλκινα σκεύη που έπρεπε να γανώσει. Κατσαρόλες, γκιούμια, μαστραπάδες, (ν)ταβάδες, ταψιά, σινιά, καζάνια, ρακοκάζανα, κακκάβια, τεντζερέδες, τηγάνια, μπρίκια του καφέ και διάφορα άλλα σκεύη μικρά και μεγάλα.
Τα πιτσιρίκια που έπαιζαν εκείνη την ώρα στην πλατεία, τον είδαν και άρχισαν να φωνάζουν : ‘’Έρχεται ο καλαντζής, έρχεται ο καλαντζής’’, δίνοντας έτσι την πρώτη ενημέρωση στους μεγαλύτερους, για την άφιξή του. Προχώρησε και έφτασε σε ένα μικρό οίκημα, ακριβώς κάτω από την πλατεία, που το χρησιμοποιούσε σαν εργαστήρι, καθώς και για να κοιμάται τα βράδια, έχοντας στη διάθεσή του, ένα μικρό κρεβάτι που του φάνταζε βασιλικό, μετά από τις καθημερινές πολλές και δύσκολες ώρες δουλειάς. Υπήρχε ακριβώς δίπλα του το σιδηρουργείο (το οίκημα αυτό και για να σας ενημερώσω λεγόταν ‘’Σπίτι του παιδιού’’ και το είχε φτιάξει η Βασίλισσα Φρειδερίκη, για να μαθαίνουν τα μεν αγόρια σιδεράδες και τσαγκάρηδες, τα δε κορίτσια κέντημα και αργαλειό), οπότε εκμεταλλευόταν το αμόνι – φυσερό και τα κάρβουνα.
Ακουμπούσε σε μια άκρη το τσουβάλι με τα υλικά και τα εργαλεία του, έκανε κι ένα τσιγάρο και πήγαινε κατευθείαν στο καφενείο του χωριού. Όλοι τον καλοδέχονταν, γιατί τόσα χρόνια που δούλευε, τους γνώριζε όλους ‘’απέξω και ανακατωτά’’. Μάλιστα, οι πολύ καλοί φίλοι του σηκώνονταν από τα τραπέζια τους και πήγαιναν στο δικό του. Η βραδιά προβλεπόταν ενδιαφέρουσα (καινούργιος μουσαφίρης γαρ) με καλό μεζέ και άφθονο κρασάκι. Έτσι ωραία πέρναγε η πρώτη βραδιά, γιατί οι επόμενες θα ήταν δύσκολες.
Με το ξημέρωμα, άρχιζαν να πηγαίνουν οι συγχωριανοί μου, φέρνοντας ο καθένας κάποιο χάλκινο (μπακιρένιο) σκεύος, για ‘’γάνωμα’’. Τα χάλκινα σκεύη ήταν απαραίτητα σε ένα νοικοκυριό, γι’ αυτό και τα πήγαιναν και δώρα στους γάμους. Επειδή δεν υπήρχαν όμως χρήματα για καινούργια (ήταν φτωχός ο κόσμος τότε και εδικά στα μέρη μας), έπρεπε να ‘’γανωθούν’’ δυο φορές το χρόνο, γιατί με την καθημερινή τους χρήση και το πλύσιμο, με ‘’σταχτόνερο’’, έχαναν τη γυαλάδα που είχαν, οξειδώνονταν και πρασίνιζαν, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνα για την υγεία μας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά λόγω φτώχειας, πολλές φορές (απ’ ότι μου είπε ο πατέρας μου) δεν του έδιναν χρήματα, αλλά διάφορα τρόφιμα (τυριά, κρέας, καλαμπόκι κ. ά), που τα έπαιρνε ο άνθρωπος ευχαρίστως, για να ταϊσει κι εκείνος τη δική του οικογένεια.
Άναβε το φυσερό, βάζοντας μπόλικα κάρβουνα και με αυτά ανέβαζε τη θερμοκρασία, στο σημείο που ήθελε. Ζέσταινε πρώτα τα σκεύη, ώστε να καούν από τις γωνιές τα μαύρα και να φύγει το παλιό καλάι. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι. Ένα πράγμα πολύ βλαβερό για την υγεία του. Μετά κράταγε το σκεύος με την σιδερένια μεγάλη μασιά πάνω από τη φωτιά, και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Τότε έβαζε το καλάι μέσα και με κυκλικές κινήσεις, έδινε ένα ομοιόμορφο λευκό χρώμα που κόλαγε επάνω και μετά από ώρα κρύωνε. Έτριβε τότε με το βαμβάκι κάτω τον πάτο του, δημιουργώντας αστράκια ασημένια. Τότε τα σκεύη έλαμπαν...
Τελείωνε από το χωριό, αλλά δεν γύριζε στο σπίτι του. Μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Η διαδικασία ήταν η ίδια (φόρτωμα στον ώμο το σακί, ποδαρόδρομος ή μαραθώνιος, εύρεση εργαστηρίου ή σκιάς και καταλύματος) και από εκεί και πέρα να τον είχε καλά ο Θεός, να δημιουργεί σκεύη απαράμιλλης ομορφιάς, σωστά κομψοτεχνήματα για την εποχή, που κάποια από αυτά στολίζουν μέχρι και σήμερα ακόμα, κάμποσα χωριατόσπιτα, πολύ λίγα αστικόσπιτα και αρκετά λαογραφικά μουσεία, φέρνοντας στο νου άλλες εποχές, που η δουλειά και ο μόχθος ήταν και τέχνη. Και ήταν τέχνη, γιατί τα φαγητά και το τσίπουρο από τα ρακοκάζανα, όλα ήταν απίστευτα νόστιμα, όταν χρησιμοποιούνταν αυτά τα σκεύη. Όσοι και όσες τα δοκίμασαν, καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Αφού τελείωνε από όλες τις δουλειές και έφτανε το φθινόπωρο, έπαιρνε με βιασύνη τον δρόμο της επιστροφής, για τον τόπο που γεννήθηκε και που τον τραβούσε ανεξήγητα. Θα κανόνιζε το καζάντιο του να περάσει άνετα με τη φαμίλια του, μέχρι τον επόμενο χρόνο και τα νέα του ταξίδια.
Διαβάζοντας κανείς τούτο το κείμενο, ίσως να νομίζει ότι, αυτή η δουλειά ήταν απλή, κάθε άλλο όμως... Τα χέρια του ήταν μαύρα από τις καρβούνες, άσε δε που παντού είχε καψίματα και από τη φωτιά, αλλά και από τη χρήση όλων αυτών των χημικών.
Το σημερινό μου κείμενο, είναι ένα μικρό αφιέρωμα στην τέχνη του Γανωτζή – Καλαντζή, που χάθηκε (θέλω να ελπίζω όχι οριστικά ακόμα) χάρη.... της τεχνολογίας της χύτρας. Το ψήσιμο στη γάστρα της πίτας, είτε στο ταψί, είτε στο σινί και το φαγητό στη χάλκινη κατσαρόλα, που έβραζε με ξύλα στην πυροστιά, έδιναν τέτοιο γευστικό αποτέλεσμα, που ούτε οι καλύτεροι σεφ δεν το καταφέρνουν.