Από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, ποτέ δεν ήταν στο εξωτερικό τόσο αρνητική η εικόνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα μας.
Η Ελλάδα σήμερα είναι υπόλογος:
Πρώτον, για τις παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών (push backs).
Δεύτερον, για τον έλεγχο του τύπου από το κυβερνών κόμμα και την κυβέρνηση.
Τρίτον, για τη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους (διοίκησης, αστυνομίας και υπηρεσιών πληροφοριών) ως «μακράς χείρας» του συμπλέγματος κράτους/κόμματος.
Η Ελλάδα κατηγορείται πως επαναπροωθεί «συστηματικά» παράνομα μετανάστες και πρόσφυγες, αδιαφορώντας και για τη ζωή τους ακόμα. Καταγράφονται πολλές δολοφονίες προσφύγων και μεταναστών από τις ελληνικές αρχές. Πολύ περισσότερα είναι τα καταγεγραμμένα βασανιστήρια (ξυλοδαρμοί, παράνομες κρατήσεις, εκφοβισμοί και εξευτελισμοί). Είναι σαφές πως για ένα διάστημα οι Ευρωπαίοι ανέχτηκαν (ή και υπέθαλψαν) αυτή την κατάσταση, θέλοντας προφανώς να μας μετατρέψουν σε μία «γκρίζα ζώνη» (buffer zone) για τα δικαιώματα, όπως ήταν η Λιβύη του Καντάφι. Οι αποκαλύψεις όμως είναι τόσο καταλυτικές και επίμονες, που ο επικεφαλής της Frontex αναγκάστηκε σε παραίτηση διότι συγκάλυπτε τις παρανομίες των ελληνικών αρχών. Όπως φαίνεται σε κάθε συνέντευξη τύπου κυβερνητικού αξιωματούχου, επί Κυριάκου Μητσοτάκη το όνομα της Πατρίδας μας παραπέμπει αμέσως στα push backs.
Ο έλεγχος του τύπου εξασφαλίζεται με την κατάλληλη διοχέτευση της κρατικής χρηματοδότησης και με την επίμονη καλλιέργεια μίας νοοτροπίας στην οποία οι μεν αντικυβερνητικοί αποκλείονται από την ενημέρωση και/ή την προβολή, οι δε φιλοκυβερνητικοί επιβραβεύονται με αποκλειστικότητες και επαγγελματική προστασία. Σταδιακά, το σύστημα λειτουργεί σαν «τρελός» θερμοστάτης, που όσο αυξάνει η θερμοκρασία, τόσο δυναμώνει τη θέρμανση. Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, η προβολή της κυβέρνησης και της ΝΔ υπερκαλύπτει πλέον το 80% της σχετικής ειδησεογραφίας, με την αξιωματική αντιπολίτευση να δικαιούται γύρω στο 10%. Η κατακρήμνιση της Ελλάδας στην 108η θέση στην ελευθεροτυπία σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, προβληματίζει και συγκεντρώνει πολλά βλέμματα πέραν των ελληνικών συνόρων.
Η υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και οι ανάλογες καταγγελίες του ΚΚΕ και άλλων κομμάτων στο παρελθόν, απασχολούν την επικαιρότητα. Φαίνεται όμως πως οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες έχουν πυκνώσει τις επιχειρήσεις παρακολούθησης πολιτών και δημοσιογράφων που ενοχλούν την κυβέρνηση, το κυβερνών κόμμα ή φίλια συμφέροντα. Ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, παρακολουθούνταν επί μήνες από την ΕΥΠ, ενώ ασχολείτο δημοσιογραφικά με τη δραστηριότητα… τραπεζιτών και επιχειρηματιών. Ο συνάδελφός του Σταύρος Μαλιχούδης έτυχε της ίδιας προσοχής από τις υπηρεσίες πληροφοριών, ενώ ετοίμαζε ένα θέμα για τη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση ενός… δωδεκάχρονου πρόσφυγα, έγκλειστου για μήνες σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Κω. Οι παρεκτροπές της ΕΥΠ γίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικές για την κυβέρνηση, αν συνυπολογίσουμε πως ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Πρωθυπουργός μετά την εκλογή του το 2019, ήταν να θέσει την ΕΥΠ υπό την προσωπική του επιτήρηση. Όσον αφορά τη σύνδεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ με την ενασχόλησή του με «ενοχλητικές» σχέσεις στελεχών της κυβέρνησης με τον κόσμο της νύχτας, αυτή βάζει το όλο ζήτημα σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, που με ξεπερνά.
Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιδράσει κανείς στη διεθνή πίεση για την κακή κατάσταση των ελευθεριών στην Ελλάδα: ο ένας, είναι να χρεωθούν όλα σε ύποπτα ξένα συμφέροντα, σε ανθελληνικούς κύκλους κ.λπ. Κάτι τέτοιο, θα ήταν εκλογικά πολύ αποδοτικό για την κυβέρνηση. Η κοινή γνώμη κολακεύεται όταν την αναγορεύουν σε στόχο διεθνών συνωμοσιών. Από την άλλη, αυτή η «γραμμή Όρμπαν» θα καθιστούσε την Πατρίδα μας παρία της διεθνούς κοινότητας, κάτι ανεύθυνο όταν έχουμε ανοικτά τόσα εθνικά θέματα. Ο άλλος τρόπος, είναι να μελετηθούν σοβαρά οι καταγγελίες στις διεθνείς εκθέσεις, στα δημοσιεύματα, στα ψηφίσματα κ.λπ και να έρθουμε «εις εαυτόν» προσαρμοζόμενοι στις διεθνείς προδιαγραφές και αποδεχόμενοι τα λάθη μας.
* Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός