Σήμερα θα αναφερθούμε σε ένα θέμα το οποίο για πολλές δεκαετίες είχε την τιμητική του. Αναφέρομαι φυσικά στην ασβέστη ή στον ασβέστη, όπως συνήθιζαν παλιά να τον λένε. Τον ασβέστη τον ξέρουμε όλοι ως οικοδομικό υλικό (τον είχαν για τα χτισίματα, για τα σοφατίσματα, για τα γιοφύρια, παντού ασβέστη έβαζαν. Κι ο ασβέστης, όσο περνάει ο καιρός, τόσο πήζει. Άμα έσφιγγε, γινόταν σαν τσιμέντο. Βαστάει πολλά χρόνια, δεν παθαίνει τίποτα), οι παλαιότεροι όμως τον θυμούνται και λόγω των πολλών άλλων χρήσεών του: Από μέσο καλλωπισμού των σπιτιών, των τζακιών και των φούρνων, των εκκλησιών, των τενεκέδων των λουλουδιών, των πεζουλιών, των δρόμων και των αυλών, για τον καλλωπισμό και την απολύμανση στις τουαλέτες «παλάτι γίνονταν, να μη μυρίζει», για τον καθαρισμό και την απολύμανση των μαντριών, για το ασβέστωμα των οπωροφόρων δένδρων και των κηπευτικών, για να μην ανεβαίνουν οι κάμπιες, για το φυσικό συντηρητικό στις πατάτες, για το διώξιμο του πόνου των εγκαυμάτων, μέχρι το σκληρυντικό των γλυκών, για να γίνονται τραγανά τα γλυκά του κουταλιού. Έτσι φαίνονταν και η νοικοκυροσύνη.
Τι ήταν, πώς γίνονταν αυτές και ποιος ήταν ο σκοπός τους ; Ήταν ένα καμίνι, όπου με τη βοήθεια φίλων, συγγενών και γενικώς των συγχωριανών του, παράγονταν ο απαιτούμενος ασβέστης του κάθε σπιτιού. Ήταν μια πρακτική των προηγούμενων χρόνων, στην απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα και ξεχασμένη ελληνική επαρχία, που το συγκεκριμένο υλικό αυτά δεν το έβρισκες εύκολα, και έπρεπε από μόνοι τους να το παράγουν, για την άμεση χρήση του στην κοινωνία και στο τοπικό περιβάλλον. Πρώτα έσκαφταν μία γούρνα μεγάλη και την έχτιζαν, στον πάτο (βάση) τοίχο κι απάνω τη γιόμιζαν με ασπρολίθια, δουλειά την οποία αναλάμβαναν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες κουβαλούσαν κατάλληλα διαλεγμένες πέτρες για το χτίσιμο του καμινιού, το οποίο γινόταν κυκλικά με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας θόλος. Πάνω από τον θόλο έριχναν και άλλες ειδικές πέτρες (στουρνάρια) και έτσι ο σωρός έφθανε σε ύψος 1,5 μέτρου περίπου, από την επιφάνεια του εδάφους. Στο μέσο έμπαινε μια μεγάλη άσπρη πέτρα, ενώ στο κάτω μέρος άφηναν ένα κατάλληλο άνοιγμα για την τροφοδοσία του καμινιού. Ύστερα ξεκινούσε το κάψιμο της πέτρας. Οι γυναίκες κουβαλούσαν με τριχιές ξύλα και οι άνδρες κρατούσαν διαρκώς την φωτιά αναμμένη τροφοδοτώντας την με τόνους ξύλα. Καίγονταν τα ασπρολίθια, καίγονταν και αυτά τα στουρναρολίθια και γίνονταν όλα ασβέστη. Οχτώ μερόνυχτα έκαιγε η φωτιά {λαμπάδα (φλόγα) μεγάλη}, αλλά εσωτερικά. Δεν έβγαινε απάνω η φλόγα. Πύρωνε γύρα-γύρα η ασβεσταριά. Κοκκίνιζαν οι πέτρες από πάνω και άρχιζε και έβγαινε σιγά-σιγά στην κορυφή η φλόγα. Τότε το καταλάβαιναν αυτοί που είχαν την ασβεσταριά και φώναζαν: Πολύ ωραία, τώρα κάηκε η ασβεσταριά. Έκλειναν το άνοιγμα της τροφοδοσίας με τα ξύλα, τη λεγόμενη ταΐστρα με πέτρες και χώμα και άφηναν μια μέρα το καμίνι να κρυώσει. Στη συνέχεια μετέφεραν τον ασβέστη σε έναν αποθηκευτικό χώρο, συνήθως στην άκρη του κήπου και καταή στο χώμα, σε κάποιο απόμερο σημείο, όπου έφτιαναν την ασβεσταριά. Έριχναν σε έναν λάκκο τον ασβέστη κι έριχναν από μακριά το νερό για να τον σβήσουν, αλλά και για να μη «χαλάσει» από την επαφή με τον αέρα (υγρασία). Τον κράταγαν και για άλλες φορές. Στις ασβεσταριές αυτές πρόσεχαν να μη ζυγώσει κανένας. Γι’ αυτό έβαζαν πέτρες γύρω-γύρω και έριχναν και τις σκέπαζαν από πάνω με τσίγκια, για να μην πάει κανένας μες στην ασβεσταριά, ούτε άνθρωπος, ούτε ζωντανό.
Η ασβέστη που έβγαινε από την ασβεσταριά ήταν άσβεστη. Για να τη χρησιμοποιήσεις έπρεπε να τη «σβήσεις» (να μπορείς δηλ. να την εκμεταλλευτείς). Την έβαζαν λοιπόν σ’ ένα ντενεκέ μέσα, δύο οκάδες, κι έριχναν νερό για να σβηστεί. Αφού έριχναν το νερό, χόχλαζε, χόχλαζε… Σε καμιά ώρα σταμάταγε ο χόχλος… κι αυτό ήταν. Γέμιζε ο ντενεκές με δύο οκάδες ασβέστη. Για να σβηστεί όμως καλά, έπρεπε να την ανακατεύουμε, για να μη μείνουν γρουμπούλια, να γίνει δηλ. σαν αλοιφή. Κι έπρεπε εκεί να έχεις τον νου σου. Άμα πετιόνταν επάνω σου, σ’ έκαιγε. Δε μπορούσες ούτε το ντενεκέ να τον αγγίξεις. Πέταγε φουσκάλες! Χόχλαζε! Έβραζε… Ακούγονταν “Χλου χλου χλου…”. Τόσο χόχλο έκανε. «Κράτα τα παιδιά μακριά, μη ζυγώσουν και ζεματιστούν», έλεγαν. Αλλά φύλαγαν και τα ζωντανά να μη ζυγώσουν στην ασβεσταριά. Σκυλιά, γάτες, κότες, όλα αυτά κινδύνευαν. Δεν έπρεπε να ζυγώσουν. Την αφήναμε κανα-δυο μέρες στο ντενεκέ να κρυώσει και μετά έμπαινε σε ένα μικρότερο δοχείο από λίγη-λίγη ασβέστη κι χρησιμοποιούνταν αναλόγως. Τότε δεν έκαιγε. Τότε που είχαμε την ασβέστη στο δοχείο αυτό, βάζαμε και λίγο λάδι, για να μη βγαίνει ψιλά στα ρούχα σου (δηλ. σαν στερεωτικό του χρώματος, για να μη φεύγει). Αλλά επειδή και το λάδι ήταν δυσεύρετο, συνήθως βάζαμε ένα κλωνάρι από συκιά, γιατί το συκόγαλο κάνει την ίδια δουλειά με το λάδι άμα το βάλεις μέσα στον ασβέστη.
Είχε μεγάλη τράβηξη (ζήτηση) τότε ο ασβέστης. Το κάθε νοικοκυριό αγόραζε οκάδες ασβέστη. Έπαιρναν τον ασβέστη οι νοικοκυρές και έκαναν λαμπίκο τα σπίτια. Ακόμη και ο πιο φτωχός θα περιποιόνταν το σπίτι του. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, όλα τα σπίτια έπρεπε να βαφτούν, να ασβεστωθούν και να ασπριστούν. Δεν έμενε κανένα ξασβέστωτο. Όποτε γιόρταζαν, ασβέστωναν. Το Δεκαπενταύγουστο κι όποτε είχε πανηγύρι το κάθε χωριό: του Αϊ-Λια, της Αγίας Παρασκευής, του Αϊ-Παντελεήμονα, και τις άλλες γιορτές Όλο το καλοκαίρι γιορτές… Τον χειμώνα… ασβέστωνε ο Θεούλης, με το χιόνι. «Από το καλοκαίρι που ασβεστώναμε, φεγγοβόλαγε ο τόπος όλο το χρόνο, μέχρι το άλλο καλοκαίρι, που θα ασβεστώναμε ξανά».
Σήμερα οι ασβεσταριές δεν υπάρχουν, διότι όλα άλλαξαν. Οι τοίχοι όχι απλώς δεν ασβεστώνονται αλλά καταρρέουν… Τα σπίτια φτιάχνονται με διαφορετικό τρόπο και όλα όσα ανέφερα στην αρχή, γίνονται χωρίς τη χρήση του ασβέστη, ο οποίος ασβέστης τώρα δεν υπάρχει σε κομμάτια για να τον σβήσεις. Τον έχουν έτοιμο, σβησμένο και τον πουλάνε σε σακούλες, σα γιαούρτι. Το καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι, στα περισσότερα αν όχι σε όλα τα νησιά, η χρήση του και η κατανάλωσή του, είναι μεγάλη και βλέποντάς τα μας θυμίζουν και μας ξυπνούν μνήμες του ωραίου παρελθόντος της Πατρίδας μας!