Αυτοί οι λαοί όμως, ενώ είχαν συνείδηση της ενότητάς τους -την οποία όριζαν με τα τρία κοινά χαρακτηριστικά, το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον» και το «ομόθρησκον»- και ενώ πολλές φορές, μπροστά σε κάποιον κοινό κίνδυνο ενώνονταν, συνήθως, αλληλοεξοντώνονταν, προσπαθώντας να υπερασπίσουν τα στενά, τοπικά, όρια και συμφέροντά τους, σε βάρος της κοινής εθνικής συνείδησης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την οχύρωσή τους σε πόλεις-κράτη, που το ένα πολεμούσε το άλλο.
Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι, οι Αργείς κ.ο.κ. δημιουργούσαν συμμαχίες και αγωνίζονταν να υποτάξουν ο ένας τον άλλον και να αυξήσουν τον κύκλο επιρροής τους σε βάρος των όμαιμων, ομόγλωσσων και ομόθρησκων αδελφών τους. Βέβαια, ως έναν βαθμό, είχαν την εθνική τους περηφάνια και την κοινή συνείδηση που τους έκανε να θεωρούν «πάντα μη Έλληνα, βάρβαρον». Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Δημοσθένη, τον πασίγνωστο Αθηναίο ρήτορα, να αρνείται να δεχτεί τους Μακεδόνες σαν Έλληνες και να τους θεωρεί βαρβάρους, παρά το ότι το όμαιμον, ομόγλωσσον και ομόρθρησκόν τους συμπεριελάμβανε κι αυτούς.
Με την ίδια λογική και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του κατά των Περσών και θεωρούσαν τους εαυτούς τους περήφανους, που εκείνοι μόνοι εξαιρέθηκαν από όλους τους Έλληνες, όπως δηλώνεται στο επίγραμμα της αφιέρωσης των 300 Περσικών πανοπλιών στην Ακρόπολη, μετά τη μάχη του Γρανικού: «Αλέξανδρος ο του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων».
Δυστυχώς, η διχόνοια και ο στενόμυαλος τοπικιστικός διχασμός μας ακολουθεί και σήμερα, αποδεικνύοντας ότι είμαστε πράγματι γνήσιοι απόγονοι των προγόνων μας, από τους οποίους πήραμε τα ελαττώματα, αλλά ελάχιστες από τις αρετές τους!
Όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέλαβε ολόκληρη σχεδόν την τότε γνωστή οικουμένη, έγινε ένα πανεθνικό χωνευτήρι όλων των κατακτημένων λαών της, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων. Ο χαρακτηρισμός του Ρωμαίου πολίτη εξασφάλιζε την περηφάνια και τα προνόμια σ’ αυτόν που τον είχε, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη φυλή του.
Ο Ρωμαίος πολίτης μπορούσε να είναι Ιταλός, Έλληνας, Ιουδαίος, Αιγύπτιος, Κέλτης, Γότθος ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, πάνω και πέρα από όλα ήταν όμως Ρωμαίος πολίτης. Ο Απόστολος Παύλος είχε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την επικαλέστηκε, όπου χρειαζόταν, χωρίς αυτό να τον κάνει λιγότερο Ιουδαίο.
Και ο Μέγας Κωνσταντίνος, γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στο ευρύ πνεύμα της ρωμαϊκής ιδιότητας, θεωρούσε τον εαυτό του -και ήταν- Ρωμαίος πολίτης της οικουμένης. Γι’ αυτό και είχε τη διαύγεια και την αντικειμενικότητα να θεμελιώσει την πιο μακρόχρονη αυτοκρατορία που υπήρξε ποτέ στην ιστορία του κόσμου.
Μια αυτοκρατορία που είχε τους πιο διαφορετικούς λαούς, που ακολουθούσαν τα φλάμπουρα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δέχονταν την Ορθόδοξη πίστη και τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. Αυτήν την ευρύτητα του ρωμαϊκού ονόματος θέλησαν να σφετεριστούν οι λαοί της Δύσης, με πρώτα τα γερμανικά φύλα, τα οποία είχαν πάντα την επιθυμία της επιβολής με τη δύναμη επάνω στους άλλους λαούς.
Γι’ αυτό κράτησαν για τον εαυτό τους τον τίτλο των Ρωμαίων και ονόμασαν την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία Γραικία και τους πολίτες της Γραικούς, για να τους υποτιμήσουν, να τους στερήσουν την οικουμενικότητά τους, να τους αποκόψουν από την ιστορική τους συνέχεια.
Η Δύση έβλεπε πάντα σαν απειλή την ανατολική αυτοκρατορία, γι’ αυτό και έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποδυναμώσει και να την καταστρέψει, μέχρι που το πέτυχε, όταν η Αυτοκρατορία, μόνη και αβοήθητη, κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Και μετά την Επανάσταση, η βοήθειά τους ήταν τόση όση χρειαζόταν για να εξασφαλιστεί ο περιορισμός μας στα γεωγραφικά σύνορα της αρχαίας Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα μας γλύκαναν με την καραμέλα ότι είμαστε απόγονοι του Περικλή και των Αρχαίων.
Για να θαμπωθούμε από αυτήν τη δόξα και να ξεχάσουμε την ιστορική μας συνέχεια, να ξεχάσουμε ότι η καρδιά μας, η Βασιλεύουσα Πόλη μας είναι ακόμη, υποδουλωμένη. Μας έπεισαν ότι είμαστε περήφανοι Έλληνες στην Ελλαδίτσα μας και να ξεχάσουμε ότι οι Ρωμαίοι πολίτες είχαν πατρίδα τους και τη Νίκαια, τη Νικομήδεια, την Αντιόχεια, το Δυρράχιο, τη Φιλιππούπολη, την Ανδριανούπολη, όλα τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας μας, εκεί όπου είναι σκορπισμένα τα οστά των Ρωμαίων προγόνων μας που τα υπερασπίστηκαν με το αίμα και τις ζωές τους.
Μας προβάλλουν τον Περικλή και τον Λεωνίδα και τον Μιλτιάδη και τον Αριστείδη, για να μη σκεφτόμαστε τον Ιουστινιανό, τον Θεοδόσιο, τον Διγενή Ακρίτα, τον Βασίλειο, τον Λέοντα τον σοφό, τους τρεις Ιεράρχες, τους αγίους βασιλιάδες και νομοθέτες και σοφούς και δασκάλους που διαδέχτηκαν τους Αρχαίους. Και φτάσαμε να θεωρούμε ότι ο Ρωμαίος κι η Ρωμιοσύνη είναι κάτι λιγότερο από τον Έλληνα και την Ελληνικότητα. Δεν είναι όμως. Είναι κάτι ευρύτερο, πολύ ευρύτερο.
Η Ρωμιοσύνη έχει μέσα της όλη την Ελληνική σοφία και γνώση, επεξεργασμένη, διευρυμένη, φωτισμένη από τους αγίους πολίτες της οικουμένης, τους δασκάλους που πήραν έναν θησαυρό και τον επένδυσαν και τον τόκισαν και τον αύξησαν και τον φύλαξαν για να μας τον δώσουν να τον αυξήσουμε κι εμείς και να τον πολλαπλασιάσουμε.
Είναι κρίμα να μην ξέρουμε τους γονείς και τους παππούδες μας και να περιμένουμε από τους άλλους να μας πουν τίνων παιδιά είμαστε. Να γιατί μιλάμε για Ρωμαίους και Ρωμιοσύνη. Και να γιατί ονειρευόμαστε να πάρουμε την πατρίδα μας πίσω. Όλη την Πατρίδα μας. Μικρή και μεγάλη. Γιατί λαός χωρίς όνειρα είναι ένας χαμένος λαός.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο