Ο Απόστολος Παύλος όταν ξεκίνησε το κήρυγμά του στους εθνικούς βρέθηκε αντιμέτωπος και συγκρούστηκε με άθεους, ειδωλολάτρες που μέσα από αυτό το κλίμα κατάφερε να εδραιώσει το λυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Έτσι ο Παύλος κατά την ιεραποστολή του στους εθνικούς, αναφέρθηκε πάμπολλες φορές και με διάφορους τρόπους σε άθεους, αλλά τη λέξη άθεος τη χρησιμοποιεί ο ίδιος στο κεφ.2,12-13 προς Εφεσίους επιστολής του. Σύμφωνα με το χωρίο αυτό άθεος χαρακτηρίζεται εκείνος που ζει, χωρίς Χριστό και χωρίς μεσσιανική ελπίδα, η αποξένωση από τις υποσχέσεις του Θεού για σωτηρία, αλλά και η έλλειψη ελπίδας, η οποία είναι κατά τον Παύλο γνώρισμα άθεου.
Τα ειδωλολατρικά φαινόμενα και οι συνήθειες δεν αποτελούν γνώρισμα του εθνικού κόσμου αλλά και των νεοφώτιστων εθνικών χριστιανών. Ο Παύλος τους συμβουλεύει να εγκαταλείψουν στις ειδωλολατρικές συνήθειες καθώς και τις συναναστροφές τους με όσους χριστιανούς, επιμένουν σε αυτές διότι κάποιος που ονομάζεται χριστιανός, δεν είναι δυνατόν να είναι ανήθικος ή υβριστής ή πλεονέκτης ή άρπαγας ή ειδωλολάτρης ( Α’ Κορ.5, 9-13).
Ο Απόστολος Παύλος διαφοροποιείται από τις κυνικο-στωικές απόψεις και παρουσιάζει ενδιαφέρον για τις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου, παραινεί τους Θεσσαλονικείς να έχουν «φιλαδελφία».
Υπογραμμίζει τη θετική αντιμετώπιση των αναγκών της κοινωνίας και την υποχρέωση του κάθε πιστού χριστιανού να φροντίζει, να αγαθοεργεί. Η Παύλεια θεολογία, τονίζει την αντικατάσταση της ανθρώπινης απόγνωσης με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη του Τριαδικού Θεού . Ο Παύλος, ως πρότυπο προβάλλει τον Χριστό και παράλληλα τους Αγίους, οι οποίοι είναι οδοδείκτες της ψυχοσωματικής υγείας και αρμονίας του ανθρώπου, που οδηγούν στην υπέρβαση της φυλής, του φύλου και της δουλείας. Η υπέρβαση της φθοράς δίδεται με το κριτήριο του πολιτισμού της βασιλείας του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού για τον Παύλο σημαίνει ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση των ανθρώπων και λαών, τη βίωση του αγιασμού. Συνεπώς η βασιλεία του Θεού σημαίνει κατάσταση κοινωνικής πραγματικότητας, που εκφράζεται με την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και είναι ελπίδα συνανάστασης. Ο Χριστός είναι η ελπίς της δόξης, με αυτή την έκφραση συνδέεται η ελπίδα με τη δόξα, η οποία θα φανερωθεί στη μελλοντική σωτηρία Η έννοια της ελπίδας στην Κολοσσαείς επιστολή, συνδέεται με την πίστη και αναφέρεται σε κάτι αόρατο. Η πίστη παρέχει στην ελπίδα τη σταθερή βάση για να μπορεί αυτή να ατενίζει ελπιδοφόρα το ελπιζόμενο. Η ελπίδα εδώ, συμβολίζει τη σωτηρία, την αποκειμένην εν τοις ουρανοίς. «Όταν, η δόξα του Θεού φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο Χριστός αποκαλύφθηκε στον Παύλο ως εικόνα του Θεού». Η δόξα του Θεού είναι το κύριο χαρακτηριστικό της διακονίας της Κ.Δ. και του διακόνου της, του Παύλου, που πλημμυρίζει από θεϊκή λαμπρότητα. Έτσι απέναντι στους αντιπάλους του προβάλλει, η υπεροχή του Παύλου. Στο Β’ Κορ.3,7-18, ο Παύλος θεωρεί τον εαυτό του, ως φορέα αντανάκλασης της θείας δόξας. Ο Παύλος βέβαια είχε να αντιμετωπίσει και ένα άλλο πρόβλημα των «μηδέ εργαζομένων αλλά περιεργαζομένων» στη νεοφώτιστη εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για άεργους και αργόσχολους, που δεν εργάζονταν και επιδίδονταν σε ατελείωτες συζητήσεις στην αγορά για διάφορα θέματα. Αυτές οι συζητήσεις, προκαλούσαν οξύτητα, οδηγώντας στην έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους. Επειδή με το πέρασμα του καιρού τα άτομα αυτά δημιουργούσαν πολλά προβλήματα ο Παύλος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της Β’ Θεσσαλονικείς (3,4), σε συμβουλές και παραινέσεις γι αυτούς. Εν κατακλείδι, η χριστιανική κοινωνική προσφορά την οποία κηρύττει ο Απόστολος Παύλος, συνίσταται στην ανάδειξη του ανθρώπου πέρα από τις οικονομικές αξίες, καθώς και την υπεροχή της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στα υλικά αγαθά.
Του Αποστόλου Ποντίκα,
δασκάλου, θεολόγου, φιλολόγου,
Πολιτικών Επιστημών