φοιτούν ή όσους υπηρετούν με οποιαδήποτε εργασιακή ιδιότητα (καθηγητές, διοικητικό προσωπικό, κ.λπ.) στα Πανεπιστήμια της χώρας μας. Αφορά σύμπασα την κοινωνία των πολιτών -των φορολογουμένων πολιτών- που θα πρέπει να είναι ενήμεροι σε κάθε νομοθετική αλλαγή που επιχειρεί η Πολιτεία επιδιώκοντας να δρομολογήσει ένα καλύτερο αύριο για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας.
Τρεις είναι σε γενικές γραμμές οι επίμαχες ρυθμίσεις-διατάξεις του νομοσχεδίου που συγκεντρώνουν τα πυρά της αντιπολίτευσης και μερίδας πανεπιστημιακών που αντιμάχονται κάθε μεταρρύθμιση που θίγει το σημερινό status-quo των Πανεπιστημίων.
Πρώτον, το νέο μοντέλο διοίκησης που επαναφέρει, διαφοροποιημένο, το θεσμό του Συμβουλίου Διοίκησης του Ν. 4009/2011 της Αννας Διαμαντοπούλου, δεύτερον, η δυνατότητα που δίνεται στα ΑΕΙ να οργανώσουν προγράμματα «Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας» με διάρκεια 7 εξαμήνων (3,5 ετών) και υποχρεωτική πρακτική άσκηση (ρύθμιση η οποία ουσιαστικά επαναφέρει στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση την τεχνολογική της διάσταση, όπως αυτή ίσχυε στη μορφή των καταργηθέντων ΑΤΕΙ) και, τρίτον, η ίδρυση Συμβουλίου φοιτητών, με εκλογές από ενιαίο ψηφοδέλτιο και ηλεκτρονική ψηφοφορία προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκπροσώπηση των φοιτητών στα πανεπιστημιακά όργανα (η οποία σήμερα είναι ανύπαρκτη!).
Για το πρώτο ζήτημα, ας παραδεχθούμε το πανθομολογούμενο: ότι ο Πρύτανης στο σημερινό καθεστώς διοίκησης ασκεί μονοπρόσωπη και απόλυτη εξουσία και πως η εκλογή του -στις πλείστες των περιπτώσεων, τουλάχιστον- βασίζεται σε συναλλαγές και αλληλοεξαρτήσεις ανάμεσα σε καθηγητικές συντεχνίες και κομματικά επιτελεία. Με το Συμβούλιο Διοίκησης που προβλέπει το νομοσχέδιο καθιερώνεται συλλογική ηγεσία. Ο πρύτανης παραμένει κυρίαρχος θεσμός του Πανεπιστημίου, τελεί, όμως, υπό διπλή εποπτεία και έλεγχο. Ελέγχεται από το Συμβούλιο για τις διοικητικές, οικονομικές και αναπτυξιακές αρμοδιότητες και από τη Σύγκλητο για τα ακαδημαϊκά θέματα. Οι επικρίσεις ότι ως Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ελέγχων και ελεγχόμενος δεν λαμβάνουν υπόψη τις εξής παραμέτρους: Tην ανεξαρτησία και το κύρος των έξι εσωτερικών μελών του Συμβουλίου που εκλέγονται με το σύστημα της ταξινομικής ψήφου (ranked voting: ψηφοφορία με ενιαίο ψηφοδέλτιο που παρέχει τη δυνατότητα στον εκλογέα να επιλέξει τους πλέον άξιους, ανεξαρτήτως σχολής, παράταξης, ή κάθε είδους ομαδοποίησης) και της περιορισμένης (σε δύο υποψήφιους) σταυροδοσίας. Στο Συμβούλιο θα συμμετέχουν και πέντε διακεκριμένες προσωπικότητες που θα διασυνδέουν τα ΑΕΙ με την κοινωνία. Προσωπικά εκτιμώ ότι η προτεινόμενη από το νομοσχέδιο κατανομή εξουσίας μεταξύ πρύτανη και Συμβουλίου Διοίκησης θα είναι λειτουργική και, άρα, αποτελεσματική. Τούτο, βεβαίως, μένει να φανεί στην πράξη.
Για το δεύτερο ζήτημα, δηλ. την επαναφορά της ανώτατης τεχνολογικής διάστασης της εκπαίδευσης που παρείχαν τα ΑΤΕΙ, αλλά η προηγούμενη Κυβέρνηση την έκρινε ως …ήσσονος σημασίας προχωρώντας στην άκριτη «πανεπιστημιοποίηση» (εν μια νυκτί…) των τεχνολογικών Ιδρυμάτων, τι να πει κανείς στους ενισταμένους, στους αντιρρησίες (μεταξύ των οποίων και Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – στο οποίο «ενσωματώθηκε» το ΑΤΕΙ Λάρισας, βλ. «Ε», 21.06.2022, σελ. 4);… Την ώρα που εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε καταργήσει την Τριτοβάθμια Τεχνολογική Εκπαίδευση, οι πολύ καλύτερα από τη δική μας εξελισσόμενες τεχνολογικά χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία, Φινλανδία, κ.ά.) με τον ακμάζοντα σε αυτές θεσμό των Τεχνολογικών Πανεπιστημίων (Universities of Applied Sciences, Fachhoch schulen, κ.λπ.) αναβαθμίζουν διαρκώς την Ανώτατη Τεχνολογική Εκπαίδευση επενδύοντας σε νέους ανθρώπους, σε σύγχρονα γνωστικά αντικείμενα, σε πόρους για σύνδεση με την πραγματική οικονομία και τις παραγωγικές επιχειρήσεις τους, όπως και τις επιχειρήσεις καινοτομίας και νέων τεχνολογιών. Ασφαλώς χρειάζονται τα Πανεπιστήμια για να αναπτύσσουν την επιστημονική έρευνα και να αποδίδουν μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σε όλο το φάσμα των επιστημονικών πεδίων, αλλά χρειάζεται και η εφαρμογή. Αυτός ήταν ο ρόλος που είχαν επωμισθεί τα ΑΤΕΙ κι αυτός θα είναι ο ρόλος που θα κληθούν να διαδραματίσουν τα ιδρυθησόμενα Τμήματα «Εφαρμοσμένων Επιστημών».
Τέλος, για το τρίτο ζήτημα, αυτό της ίδρυσης και συγκρότησης Συμβουλίου Φοιτητών με εκλογές από ενιαίο ψηφοδέλτιο για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων τους στα πανεπιστημιακά όργανα, νομίζω ότι ενστάσεις έχουν, πλέον, μόνο όσοι είναι προσκολλημένοι σε ιδεολογικές εμμονές τις οποίες, κατά το μάλλον ή ήττον, συναρτούν με το ενδιαφέρον τους για τη συλλογή κομματικών «ενσήμων» που θα συμβάλουν στην ανέλιξή τους στην κομματική ιεραρχία.
Ας ευχηθούμε ότι το νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο δεν θα ’ναι απλώς μια νέα μεταρρύθμιση επί χάρτου, αλλά ένα βήμα μπροστά, ένα νέο ξεκίνημα, μια δυναμική επανεκκίνηση που θα δώσει νέες ταχύτητες στα διοικητικά και, κυρίως, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η Κυβέρνηση καλείται να πείσει την πανεπιστημιακή εκπαιδευτική κοινότητα για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, να κάνει διάλογο (και εξαντλητικό, άμα χρειασθεί), να παρουσιάσει εχέγγυα καλής εφαρμογής. Κι απ’ την άλλη πλευρά, δηλ. απ’ τις θεσμικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των καθηγητών (Σύνοδος Πρυτάνεων, Σύγκλητοι πανεπιστημίων, Σύλλογοι διδασκόντων, κ.λπ.) και των φοιτητών, περιμένουμε όχι στείρο αρνητισμό, αλλά δημιουργικές αντιπροτάσεις. H Ανώτατη -Πανεπιστημιακή και Τεχνολογική- Eκπαίδευση στις άλλες χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης κινείται ήδη (για διδάσκοντες και διδασκομένους) σε ρυθμούς «5G» (Fifth Generation) -είναι η ώρα για το άλμα κι από εμάς- γιατί αν ως χώρα συνεχίσουμε στο ίδιο βιολί οι διαφορές μας σε πολύ λίγα χρόνια θα είναι χαώδεις και μη αναστρέψιμες.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr)