Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί, εκτός όλων των άλλων, σε επίπεδο πολιτικών αξιών μια σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυτικές δημοκρατίες και τους αναδυόμενους ολοκληρωτισμούς και αυταρχισμούς παλαιότερων εποχών, που επιχειρούν να ανακαταλάβουν χώρο και να ανακτήσουν ισχύ.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίζεται ως θιασώτης του αναθεωρητισμού, οραματιστής της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, την οποία επιχειρεί να ανασυστήσει ενσωματώνοντας στον ρωσικό κορμό την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, την Υπερδνειστερία και άλλα «πάτρια» εδάφη, ακόμη και τη μακρινή Πολωνία, που οι Ρώσοι ανέκαθεν θεωρούσαν αδιάσπαστα ή εν δυνάμει τμήματα της Αυτοκρατορίας τους.
Ωστόσο, η γραμμή Πούτιν, ευτυχώς για την παγκόσμια ειρήνη, φαίνεται προς το παρόν να μην περνάει. Οι Ουκρανοί πολεμώντας γενναία, με αληθινή αυταπάρνηση, ύψωσαν τείχος στις φιλοδοξίες και δείχνουν να αναχαιτίζουν τους μεγαλοϊδεατισμούς του Ρώσου μονάρχη, με πιθανό αποτέλεσμα να τον εξαντλήσουν στρατιωτικά και να απομειώσουν σταδιακά το πολιτικό του κεφάλαιο εντός και εκτός της ρωσικής επικράτειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπλήσσοντας αρκετούς ευχάριστα, διείδε τον επερχόμενο κίνδυνο όχι μόνο για την επέκταση του πολέμου, αλλά και για την κατάρρευση της ίδιας ως πολιτικής οντότητας και ακολούθησε συνολικά αρκετά σκληρή πολιτική πιέσεων προς τον Πούτιν.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, αν και αρχικά δεν έχει προϊδεάσει για κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα μετά την αναμενόμενη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, φέρεται διατεθειμένος να επαναφέρει την Αμερική στο προηγούμενο «κανονικό» καθεστώς, αυτό που της επιβάλλει τον ρόλο της παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης, της εγγυήτριας της δημοκρατίας.
Προς το παρόν, ως απότοκο και του ουκρανικού πολέμου, οι αστικές δημοκρατίες θωρακίζουν τη λειτουργία των θεσμών στο εσωτερικό τους και κυρίως συσπειρώνονται μπροστά σε υπαρκτούς κινδύνους. Ωστόσο, η ιστορική συγκυρία φαίνεται να επαναφέρει σε κάποιον βαθμό πρόσωπα και γεγονότα που η ανθρωπότητα επιθυμεί να ξεχάσει.
Είναι υπερβολή άλλωστε να ισχυριστεί κανείς ότι οι αυταρχικές μέθοδοι και η στυγνότητα του Πούτιν προσιδιάζουν σε ανάλογες πρακτικές που είχαν υιοθετήσει οι σκληροί ηγέτες του Μεσοπολέμου; Μήπως, άραγε, θα πρέπει να μας ανησυχήσει το γεγονός ότι η δημοφιλία που γνωρίζει ο Ρώσος ηγέτης σε αρκετές δυτικές κοινωνίες και για αυτήν ακόμα την απόφασή του να επέμβει στην Ουκρανία είναι υψηλή;
Ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν στα παραπάνω ερωτήματα, η πραγματικότητα σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης αποδεικνύει ότι με τις ακραίες θεωρίες και τους θιασώτες τους δεν έχουμε ξεμπλέξει. Κι αυτό γιατί μπορεί η Λεπέν να ηττήθηκε στις πρόσφατες γαλλικές εκλογές, όμως το εκλογικό ποσοστό που κατέκτησε την έχει καταστήσει ισχυρό πόλο εξουσίας στη Γαλλία.
Η ανθεκτικότητα, εξάλλου, του καθεστώτος Όρμπαν στην Ουγγαρία και η σύμπλευση με τις ιδέες του των επικεφαλής ηγετών της Πολωνίας θυμίζει κάτι από παρελθόν των άλλοτε κομμουνιστικών κρατών. Στη γειτονιά μας, επίσης, δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί η παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν, κύριου εκφραστή του πολιτικού ανορθολογισμού και αναθεωρητισμού, την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό για την «κληρονομιά» και τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής ερίζουν αρκετοί…
Αναμφίβολα, οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες και το σκηνικό ενός νέου Ψυχρού Πολέμου που διαμορφώνεται -βέβαια οι κινήσεις της Κίνας δεν είναι ακόμη ορατές- απαιτούν συνεργασία και επαγρύπνηση όλων των ευρωπαϊκών δημοκρατικών κρατών και πολιτικών δυνάμεων. Προς το παρόν στον ορίζοντα διακρίνονται μόνο σκιές…