Πάμε για λίγο στη μαγεία του Παπαδιαμάντη.
«Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, ταλαιπωρουμένη ξενοδουλεύουσα... συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας... φορολουγουμένη ασπλάχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον, ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν...».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της φτώχειας και της απόγνωσης ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τα συναισθήματα των γυναικών - ηρωίδων των βιβλίων του.
«Η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πεθερά εμίσει ολοψύχως την νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέρα εις την ανδραδέλφην. «Ούτε τα κόκκαλά μας να μην σμίξουν» ήτο η πολεμική κραυγή εις τας τάξεις των γυναικών».
Σε αυτόν τον κόσμο του Παπαδιαμάντη, στον κόσμο «της ταλαιπωρίας των φτωχών και στεναγμόν των πενήτων» η Φραγκογιαννού πνίγει με τα χέρια της δύο νεογέννητα κοριτσάκια (το πρώτο είναι η ίδια η εγγονή της) και πνίγει μέσα στο νερό δύο μικρές αδελφές, η μία μέχρι τριών και η άλλη μέχρι πέντε χρόνων.
Διαπράττει τα φρικτά αυτά εγκλήματα γιατί θέλει να λυτρώσει τα παιδιά και τους γονείς τους από τα βάσανα και τον πόνο. Το τέλος της Φραγκογιαννούς είναι φρικτό όπως τα εγκλήματά της. Πεθαίνει από πνιγμό διωκόμενη από τους χωροφύλακες, λίγο πριν φτάσει στον Άγιο Σώστη για να εξομολογηθεί. «Εύρε τον θάνατον μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης» μας πληροφορεί ο Παπαδιαμάντης.
Το 431 π.Χ. ο Ευριπίδης γράφει την τραγωδία «Μήδεια». Η Μήδεια ήταν κόρη του βασιλιά της Κολχίδας (σημερινής Γεωργίας). Ερωτεύεται τον Ιάσονα, τον οποίο βοήθησε να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας. Φεύγει με τον εραστή της, φτάνει στην Ιωλκό και από εκεί καταφεύγουν μαζί στην Κόρινθο όπου ο Ιάσονας την εγκαταλείπει για να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα Γλαύκη. Εκείνη για να τον εκδικηθεί, με μίσος και πάθος εξαιτίας της ζήλειας, σκοτώνει τα παιδιά της.
Η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί με δέος το φοβερό και αποτρόπαιο έγκλημα της παιδοκτονίας στην Πάτρα. Η τεκνοκτονία, η εξόντωση δηλαδή των παιδιών σου, είναι πράξη πέρα από κάθε ηθική και από κάθε λογική. «Ψόφα σκύλα» φώναζαν οι πολίτες παρακολουθώντας τη φόνισσα όταν οι αστυνομικοί την οδηγούσαν στον ανακριτή. Αγνοώντας βεβαίως ότι ποτέ μια σκύλα δεν σκοτώνει τα παιδιά της.
Στα παλιά αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου, θυμάμαι ένα διήγημα, όπου το ζεύγος των πελαργών ορμάει στη φλεγόμενη φωλιά τους για να σώσει τους νεοσσούς από τη φωτιά.
Ρώτησα έναν γέρο βοσκό γιατί τα κοτσύφια κελαηδούν ασταμάτητα τα βράδια της Άνοιξης τόσο μαγευτικά.
Τα αρσενικά, μου απάντησε, συντροφεύουν κελαηδώντας τη συμβία τους, την ώρα που εκείνη επωάζει τα αυγά της.
Στα παιδικά μου χρόνια στην Ανατολή βίωσα ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ήταν μεσημέρι και ξαφνικά έβλεπα εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες χελιδόνια να φτερουγίζουν τσιρίζοντας. Ο ουρανός είχε μαυρίσει από το πλήθος των χελιδονιών. Έφερναν κύκλους και ξαφνικά εφορμούσαν με ταχύτητα προς το σπίτι του Ρίζου Λέλλη. Πλησίασα. Σε μια φωλιά χελιδονιών ένα τεράστιο φίδι κατέτρωγε τα χελιδονάκια.
Το πλήθος των χελιδονιών ορμούσαν αλαφιασμένα να σώσουν τα μωρά τους.
Στη φύση το ένστικτο της μητρότητας και της πατρότητας είναι κυρίαρχο. Επομένως η αντίδραση της κοινωνίας για την παιδοκτονία της Πάτρας είναι κατανοητή. Δεν μπορείς εύκολα να ξεπεράσεις τον φόνο ενός παιδιού, συνήθως άοπλου, αθώου και ανυπεράσπιστου. Η δολοφονία ενός τέκνου από τους γονείς του, και ιδιαιτέρως από τη μάνα που το γέννησε, είναι έξω από κάθε λογική.
Όμως η συνεχής επανάληψη του ίδιου θέματος μας έχει κουράσει. Επιτέλους πρέπει να σταματήσει η Πισπιριγκιάδα. Ευτυχώς έχουμε η Μεγάλη Εβδομάδα και το ενδιαφέρον των ανθρώπων θα στραφεί στο μέγα γεγονός του θείου δράματος. Ευτυχώς μέσα στη μαυρίλα των ημερών ήρθε η ώρα που θα ακούσουμε τον ανυπέρβλητου κάλλους ύμνο:
«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;».
Το κάλλος, η Άνοιξη των τριών παιδιών της Πάτρας, που τους τα έκλεψε η βαρβαρότητα των ανθρώπων, αλλά και το κάλλος και η Άνοιξη των παιδιών της Ουκρανίας που τους τα έκλεψε η βαρβαρότητα του πολέμου.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο το πένθος. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν γυρίζαμε στη μαγεία του Παπαδιαμάντη.
«Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν. Και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί που είχε φέρει η κουρούνα και το αρνί το ψημένο και τα παιδιά εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγκρίζουν τ’ αυγά των. Τι χαρά, τι αγαλλίασις».