Κι ο ουρανός, η προσωποποίηση του ουράνιου θόλου, το πρώτο άρρεν στοιχείο της γης, ζωγράφισε λευκά σύννεφα σε σχήμα καρδιάς, ώστε ο άγγελος, που τραγουδά, να νιώσει την αγάπη όλων, που ήθελε. Κι ο έρωτας, ο φτερωτός θεός της αγάπης με σακί και βέλη στον ώμο και λουλούδια στα μαλλιά, άφησε τα ροδοπέταλα στον χορό των ήχων της κιθάρας του αγγέλου.
Ο άγγελος χαμογέλασε μ’ ένα ουράνιο χαμόγελο σαν να ‘δείχνε ευτυχισμένος. Κι ο ήλιος, το λαμπερότερο σώμα του ουρανού, χάιδεψε τη θάλασσα.
Οι ήχοι της κιθάρας γέμισαν ρυθμικές πνοές γαλανών κυματισμών κι έγιναν ένα με το αεράκι, που στεγνώνει τα δάκρυα και η πασχαλιά στους κήπους έγινε πιο μωβ.
Σε λίγο θα ακουστούν οι καμπάνες της Μεγάλης Πέμπτης κι ύστερα της Μεγάλης Παρασκευής.
Πάλι η Σταύρωση κι ο πόνος της ψυχής της Παναγιάς, που χάνει τον γιο της στον Σταυρό, που έστησαν οι άνθρωποι.
Είναι όμως άνοιξη, είναι Απρίλης -aperire- ανοίγει λένε η ψυχή και χαιρετά, αφού ο Απρίλης φέρνει τη δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια.
Πολλοί όμως άνθρωποι παραφυλούν να σβήσουν τα άνθη απ’ τον πίνακα και τότε η μάνα λυπάται και ψάχνει τον άγγελό της, τον γιο της, μα δεν μπορεί να τον αγκαλιάσει.
Τα χέρια της μετέωρα χαϊδεύουν τον αέρα. Τα δάκρυά της βρέχουν το μαύρο πουκάμισο και τότε γονατίζει και προσεύχεται «ευχαριστώ Παναγία μου εκ βάθους καρδιάς, που είχα γιο τον Αχιλλέα».
Η κιθάρα του αγγέλου σταματά και η μάνα νιώθει ένα αγαπημένο χέρι να της σκουπίζει τα δάκρυα. Για λίγο η καρδιά σταματάει να πονά. Όλο το είναι της μάνας νιώθει τη θριαμβική Ανάσταση εκ νεκρών μετά την τριήμερη ταφή του Ιησού Χριστού.
Νιώθει το φιλί του Αχιλλέα στο μάγουλό της.
Γονατίζει.
- Παναγιά μου, λέει, εσύ που τόσο πόνεσες με τη Σταύρωση του Γιου σου, βοήθησέ με σε παρακαλώ.
Ένιωσε πάλι το χαμόγελο του Αχιλλέα και ησύχασε.
Από την Ευανθία Λαμπράκη