ηγούμενο Ἱ. Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου του Μεγαλόβρυσου Ἁγιᾶς (Μητρόπολη Δημητριάδος)
Τό νόημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καί τοῦ Πάσχα εἶναι ἀνεξάντλητο. Πρόκειται γιά τόν πυρήνα τῆς σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐνσαρκώνει χειροπιαστά τό θεϊκό σχέδιο γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μόνον ταπεινά μποροῦμε νά τό προσεγγίσουμε καί νά ψηλαφίσουμε αὐτά τά ἅγια τῶν ἁγίων.
Τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες καί μέχρι τήν Μεγάλη Τετάρτη βράδυ, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐπικεντρώνεται στόν Νυμφίο της Χριστό καί στήν ἐπαγρύπνηση πού πρέπει νά ἔχουν τά μέλη της ὥστε νά μή μείνουν ἔξω ἀπό τόν “νυμφώνα”, δηλαδή τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ἕνωση συντελεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά, πού ἀποτελεῖ καί τό πνευματικό κέντρο τῆς ὑπάρξεως. Ὁ ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ γιά τήν τήρηση τῶν πνευματικῶν ἐντολῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης γίνεται ἀκριβῶς γιά νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη καί νά ἀποτελέσει κατοικία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρόκειται γιά ἀγώνα συναρπαστικό, ἰσόβιο, κοπιαστικό, μέ ποικίλες διακυμάνσεις (ἀπρόβλεπτες, ἀλλά καί προβλεπτές), πού ὅμως νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξή μας καί τήν αὐτογνωσία μας στόν μέγιστο βαθμό. Ὅσο μεγαλύτερη ὑπευθυνότητα δείχνει κανείς γιά τόν σκοπό αὐτόν, τόσο συνειδητοποιεῖ βιωματικά ὅτι μόνον ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἐπουλώσει καί νά θεραπεύσει τήν ἐρήμωση καί πολυδιάσπαση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, πού προκαλεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἄλλωστε, τά μέγιστα καί πολύτιμα τῆς ὕπαρξης τά συνειδητοποιοῦμε κυρίως βιωματικά καί μόνον κατά δεύτερο λόγο διανοητικά.
Τήν Μεγάλη Πέμπτη καί Μεγάλη Παρασκευή μέσα ἀπό τίς ὑπέροχες καί συγκλονιστικές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας συμπορευόμαστε μέ τόν Κύριο πρός τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση. Συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά γίνουμε πραγματικοί μαθητές Του καί τέκνα Του χωρίς νά συμμετέχουμε πρόθυμα καί συνειδητά στόν ἐσταυρωμένο τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Αὐτό σημαίνει σκληρό καί ἀμετακίνητο ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας πού ὑπάρχει μέσα μας καί πού ἀποτελεῖ τήν κατ’ ἐξοχήν ἀφύσικη κατάσταση. Μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλα τά πλάσματα τοῦ σύμπαντος ἔχει τή δυνατότητα νά στραφεῖ κατά τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν τοῦ ἑαυτοῦ του, πού μοιάζουν νά ἔχουν γίνει ἕνα μέ τή φύση του. Μέ ἄλλα λόγια, ο αὐθεντικός χριστιανισμός καί ἡ πραγματική βιωματική λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό δέν συμβιβάζονται μέ ἕναν τρόπο ζωῆς ὅπου κυριαρχοῦν ἡ πνευματική ραθυμία, τό βόλεμα, ἡ ἰδιοτέλεια, ὁ συμβιβασμός μέ τό συνεχῶς μεταβαλλόμενο κοσμικό (secular) πνεῦμα.
Τό Μέγα Σάββατο γίνεται ἡ λεγόμενη πρώτη Ἀνάσταση, δηλαδή ἡ εἰσαγωγή μας στήν ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα. Ὁ ὀρθόδοξος ναός ντύνεται μέ τά ἀναστάσιμα σύμβολα καί χρώματα καί στή διάρκεια τῆς πρωινῆς Θείας Λειτουργίας ραίνεται πανηγυρικά μέ βαΐα. Ὁ Κύριος ἔχει κατέλθει στόν Ἅδη ὅπου συντρίβει τήν ὀντολογική κατάσταση τοῦ θανάτου καί κηρύττει στούς κεκοιμημένους τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Πλέον οἱ πύλες τῆς ὁλοκληρωτικῆς νίκης καταπάνω στόν θάνατο ἔχουν ἀνοίξει διάπλατα. Ὅλα εἶναι πνευματικῶς ἕτοιμα γιά τήν μεγάλη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως.
Ὅπως τονίζει ἕνας ἁγιασμένος ἄνθρωπος τῶν ἡμερῶν μας, ὅλη ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ γίνεται μία πορεία: ἀπό τή ραθυμία στόν ἔνθεο πόθο, ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας στό Φῶς τῆς θεογνωσίας, ἀπό τή στενότητα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ στούς πλατεῖς ὁρίζοντες τῆς Θείας Ἀγάπης, ἀπό τή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν πρόσκαιρο θάνατο στήν ἀκατάλυτη καί αἰώνια ζωή, ἀπό τή γῆ στόν Οὐρανό.