Στο άκουσμα της συνταρακτικής ιστορίας της Πάτρας, πόσοι δεν είπαμε αυθορμήτως: «Μα να σου δίνει ο Θεός τρία παιδιά και να τα σκοτώνεις, ενώ τόσοι και τόσοι γονείς θα έκαναν τα πάντα, έστω για ένα παιδί;».
Από την άλλη, είναι αυτές οι ιστορίες ζωής για τις οποίες όλοι έχουμε ακούσει, άλλοι τις έχουν νιώσει και κάποιοι άλλοι τις βίωσαν με τον πιο «σκληρό» τρόπο. Ιστορίες που ακροβατούν μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας. Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι από το κέντρο γονιμότητας και εξωσωματικής. Κακά τα μαντάτα. Η 8η προσπάθεια για να αποκτήσουν το παιδί που τόσο λαχταρούν, είναι και πάλι αρνητική. Κι όμως δέχεται να συνεχίσει να «ποτίζει» το σώμα της με φάρμακα, για να τη φωνάξουν μία μέρα ΜΑΝΑ. Η πόρτα της διεύθυνσης στη δομή φιλοξενίας παιδιών ανοίγει. Το ζευγάρι περιμένει καρτερικά απ’ έξω, μήπως και τους δώσουν κάποιοι την ευκαιρία να γίνουν γονείς. Τους ενημερώνουν για τη διαδικασία και η απογοήτευση δεν αργεί να φανεί. Γραφειοκρατία, δημοσιοϋπαλληλικές αγκυλώσεις και χρονοτριβή, για κάτι που θα έπρεπε να γίνεται μόνο γρήγορα. «Θα περιμένετε, προηγούνται άλλοι». Σ’ ένα κοιμητήριο δύο γονείς χωρίς χαμόγελο πια, «ζουν» με αγκαλιά τις φωτογραφίες του παιδιού τους. Σ’ ένα μαιευτήριο ένα νέο κορίτσι κλαίει γοερά, λίγο μετά την επώδυνη αποβολή. Σ’ ένα νοσοκομείο παίδων μία μάνα παίζει θέατρο, λίγο πριν πάρουν το παιδί της για την επόμενη χημειοθεραπεία.
Και στον αντίποδα, η τραγικότητα μίας παρά φύση μη-ΤΕΡΑΣ, που γαλουχήθηκε και ξεπήδησε μέσα από το άρρωστο κομμάτι της κοινωνίας. Τρία μικρά αγγελούδια νεκρά μέσα σε δύο χρόνια, θύματα όπως φαίνεται μιας γυναίκας που παραβίασε τους όρους της ίδιας της ανθρώπινης φύσης και αμαύρωσε την ωραιότερη λέξη στη γη. Τη λέξη ΜΑΝΑ. Η τραγική φιγούρα μίας μη-ΤΕΡΑΣ, που μέσα από το αποτρόπαιο δείχνει σε όλους μας ότι κάτι εκεί έξω γίνεται λάθος. Μία γυναίκα που δεν ενθαρρύνθηκε να λάβει την απαραίτητη ιατρική βοήθεια όταν έπρεπε και ένας πατέρας που δεν ήταν ουσιαστικά ποτέ εκεί, για να προφυλάξει τα παιδιά του. Συγγενείς και γείτονες που έβλεπαν, αλλά δεν μιλούσαν. Νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων, που ενώ από τότε είχαν εντοπίσει περίεργες συμπεριφορές, σιώπησαν και ξαφνικά τώρα μιλάνε, αλλά είναι αργά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πράξεις της συγκεκριμένης μη-ΤΕΡΑΣ προκαλούν οργή και αγανάκτηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινωνία ανέμενε την παραδειγματική τιμωρία της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι Αστυνομία και Δικαιοσύνη θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα έρευνας που διαθέτουν, για να αποδείξουν την ευθύνη και την εμπλοκή κι άλλων προσώπων. Παρόλ’ αυτά, οι εικόνες ενός όχλου αγανακτισμένων έξω από το σπίτι της δεν περιποιούν τιμή για κανέναν. Ανθρώπων που αν και ήξεραν όλα αυτά τα χρόνια, ξαφνικά μετατράπηκαν σε αυτόκλητους τιμωρούς. Εικόνες που δεν ταιριάζουν στον νομικό μας πολιτισμό, καθώς η Δικαιοσύνη είναι η μόνη που μπορεί να αποφασίσει για την τύχη ενός δράστη. Ούτε η γειτονιά, ούτε οι ειδικοί που γεμίζουν τα τηλεοπτικά παράθυρα, ούτε οι τιμωροί του Facebook. Προφανώς και όλοι έχουν δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους, να καταθέτουν τις γνώσεις και τις εκτιμήσεις τους, αλλά η θεσμική ευθύνη της απόφασης ανήκει αποκλειστικά στο δικαιικό σύστημα. Ας αφήσουμε λοιπόν τη δικαιοσύνη ως αρμόδια να ορίσει τις ποινές, κι ας αναλογιστούμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά, το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί, για τις αρρωστημένες πτυχές μίας κοινωνίας που «σκοτώνει» τα παιδιά της. Ας βάλουμε ένα τέλος στη συνωμοσία της σιωπής, στο στίγμα της ψυχικής ασθένειας, στην ανοχή απέναντι στην ατομική και συλλογική αδιαφορία. Ας γίνουν τα χαμόγελα των τριών αυτών παιδιών που τόσο πρόωρα και άδικα έσβησαν, τα σύμβολα μιας πραγματικής και ουσιαστικής αλλαγής κουλτούρας.
Επιμένω, ότι η μορφή αυτής της μη-ΤΕΡΑΣ δεν φτιάχτηκε έτσι ξαφνικά. Αντιθέτως, αποτελεί μία εγκληματική προσωπικότητα που χτιζόταν βήμα - βήμα επί 33 χρόνια. Συνεπώς, υπάρχουν πολλοί «συνεργοί» σ’ αυτό το φρικτό έγκλημα, που στέρησε το χαμόγελο σε 3 αγγελούδια. Ποιοι; Οι ίδιοι οι γονείς της, που δεν της έδωσαν την αγάπη και την αποδοχή που και εκείνη είχε ανάγκη κάποτε ως παιδί. Το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, που υπό τον φόβο του κοινωνικού στιγματισμού έκανε τα στραβά μάτια σε ό,τι προβληματικό έβλεπε. Ο άφαντος σύζυγος και «πατέρας» των παιδιών της, που ασχολήθηκε περισσότερο με την εικόνα και τις προσωπικές του ανασφάλειες, «ταΐζοντας» σταθερά τα βίαια ένστικτά της. Ο κοινωνικός και φιλικός περίγυρος, οι γείτονες, οι δάσκαλοι των παιδιών, πολλοί από τους οποίους έβλεπαν, διαπίστωναν, καταλάβαιναν, αλλά δεν μίλησαν. Όλα αυτά διαμόρφωσαν το σκληρό προσωπείο μίας μη-ΤΕΡΑΣ που αντί για στοργή και αγκαλιά, έδωσε πόνο και θάνατο.
Μία γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της, αντί να σκοτώνει για τα παιδιά της, δεν της αξίζει να αναφέρεται καν από τα μέσα, από τους ειδικούς, από όλους εμάς ως μητέρα. Γιατί η ΜΑΝΑ είναι κάτι ιερό, κάτι «ανέγγιχτο», κάτι σπουδαίο. Γιατί η λέξη ΜΑΝΑ γράφεται πάντα με κεφαλαία γράμματα…
* Ο Βάσος Π. Καραμπίλιας είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών της Ν.Δ., επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων.