ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μέσα στην ψυχήν μου πάντοτε ενεφώλευε μία επιθυμία και εθεωρούσα την μεγαλειτέραν απόλαυσιν του βίου μου, όταν με τα γλίσχρα μέσα μου και την αδύνατον κοινωνικήν μου θέσιν, κατόρθωνα να επιτύχω κάτι, έστω και μικρόν, ελάχιστον, ώστε να ανακουφίσω ένα πτωχόν και άσημον αδικούμενον και μη δυνάμενον να παλαίση προς εύρεσιν του δικαίου του ή ένα μικρόν πτωχόν περιφρονούμενον να του ανυψώσω το ηθικόν του. Δια τούτο και επεζήτουν φιλικάς σχέσεις μετά προσώπων καταλλήλων, ώστε να με συντρέχουν εις τον σκοπόν μου αυτόν.Και εσπέραν τινα διερχόμενος προ της οικίας του γεωπόνου Γιάννη Κατσίγρα [1] παρετήρησα ότι τέσσαρα μικρά παιδιά εσύναζαν λιθαράκια και θυμωμένα και εκστομίζοντα χυδαίας ύβρεις, ητοιμάζοντο να λιθοβολήσουν τα παράθυρα του κ. Κατσίγρα. Εσταμάτησα και τα ηρώτησα με καλωσύνην. Μου απήντησαν με παράπονο ότι αυτοί ίσταντο έξω και απελάμβανον και ούτοι της τελουμένης εις τα εντός του οίκου εορτής, χωρίς καθόλου να ενοχλούν τους εορτάζοντας και εντούτοις και τούτο τους το απηγόρευσαν και έκλεισαν το παράθυρο. Εψυχολόγησα τα παράπονα των μικρών αλητοπαίδων και η ψυχή μου επόνεσε. Μέσα στο σπίτι αυτό εόρταζε η ευμάρεια, της οποίας η ανταύγεια δύναται να προσφέρει σ’ ένα πτωχό τη χαρά και να παρέχη εις τους εορτάζοντας την μεγάλη ευλογία του Θεού, ότι μαζί με τη χαρά τους γίνονται πρόξενοι μεγάλης χαράς και σε άλλους συνανθρώπους. Πως το επιτρέπει η ψυχή σου άνθρωπε; Και αντί ν’ ανοίξεις διάπλατα τα παράθυρα της καρδιάς σου να ξαπλώση η χαρά, προκαλείς το μίσος, τον φθόνον και την βυσσοδόμησιντης εκδικήσεως. Βεβαίως το παιδί που έκλεισε τα παράθυρα δεν εσκέφθη τι κάνει, αλλά εις εμέ έκαμε αλγεινήν εντύπωσιν και με νουθετικούς τρόπους ανέλαβα να ξεριζώσω από τους μικρούς αυτούς το αναπτυχθέν μισαρόν αίσθημα. Και με πατρικόν τρόπον τινά τρόπον τους είπα «Βρε παιδιά, δεν έκλεισαν το παράθυρο για σας, αλλά άρχισε πολύ κρύο και εκρύωναν». «Και τους μπερντέδες γιατί τους έκλεισαν;» μου απήντησαν και προσέθεσαν «Ημείς θέλαμε να ιδούμε τι είναι αυτό που το λένε δένδρο, χωρίς να τους πειράζομε». Εις αυτά δεν είχα λόγους να δικαιολογήσω την πράξιν και με τον κουτόν τρόπον τους είπα «Θα σας το δείξω εγώ αυτό το δένδρο. Σας υπόσχομαι, το επόμενον έτος θα σας κάμω εγώ ένα δένδρο καλύτερο απ’ αυτό και θα καλέστε σεις αυτούς να έλθουν να γιορτάσουν μαζί σας κα να τους σκάσητε, γιατί το δικό σας θάναι ωραιότερο. Πηγαίνετε στο Σχολείο, πώς λέγεσθε;». Μου εδήλωσαν τα ονόματά των και το Σχολείον των. Οι τρεις ήσαν του δευτέρου Σχολείου και ο τέταρτος ήτο του ισραηλιτικού. Τους υπεσχέθην κατά τοιούτον τρόπον, ώστε επείσθησαν και ανεχώρησαν ικανοποιημένοι.
Και σύμφωνα προς την υπόσχεσίν μου, όταν επλησίασεν ο χρόνος, μεταβάς εις Αθήνας ηγόρασα εξ ιδίων μου 200 δώρα χριστουγεννιάτικα, ακριβά και φθηνά, πάντως κατάλληλα για την περίστασιν. Πήρα και ωραία στολίσματα των δένδρων, διότι έφερα δύο πελώρια δένδρα ελάτης και με πολλούς αγώνας κατόρθωσα να συνεννοηθώ και συνεργασθώ με τους Δημοδιδασκάλους όπως μου χορηγήσουν μίαν ημέραν και ένα αριθμό μαθητών περιοριζόμενον μόνον εις 200. Και ενώ είχαμεν μείνει πλέον σύμφωνοι δια τον αριθμόν, αντί 200 μου παρουσίασαν την ορισθείσαν ώραν χωρίς να μου το γνωρίσουν 450 περίπου παιδιά και ηναγκάσθην να τρέχω την ώραν της εξελίξεως της εορτής και να σηκώσω ό,τι είχε ο κ. Αλεξάνδρου [2] δια να επαρκέσουν. Η ενέργειά μου αυτή μού παρουσίασε και άλλην μεγαλειτέραν στενοχωρίαν, την εξής. Επιθυμών όπως πάντοτε εις όλας μου τας πράξεις, να συντελώ εις την άρσιν της διακρίσεως μεταξύ πλουσίου και πτωχού, εκάλεσα ως είχον υποσχεθεί μαζί με τα άπορα, και τας εκλεκτάς οικογενείας της Λαρίσης να προσέλθουν μαζί με τα παιδιά τους και ετόνισα τον σκοπόν της προσκλήσεώς μου, όστις ήτο προσπάθεια αγαθών σχέσεων μεταξύ των δύο τάξεων. Αλλά δυστυχώς εκτός της οικογενείας Αρσενίδη [3], ουδεμία άλλη εκ των ιδιαιτέρως κληθεισών οικογενειών προσήλθε. Τούτο όμως δεν ημπόδισεν απολύτως την επιτυχίαν της εορτής, ήτις εγένετο παρουσία ασφυκτικής συγκεντρώσεως κόσμου, πλημμυρίσαντος την μεγάλην αίθουσαν και τους διαδρόμους και τοσούτον ήτο συγκινητική, ώστε μετά την προσφώνησίν μου, επιθυμών να αντιφωνήση ο μητροπολίτης Αμβρόσιος και μου διαβιβάσει τας ευχαριστίας των παιδιών, ηναγκάσθη να διακόψη τον λόγον του, εμποδιζόμενος από τα δάκρυα και το άσθμα, τα οποία του προκάλεσεν η συγκίνησις.
Το αυτό έπαθε και ο επιθεωρητής της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Κος Καλλιγάς, όστις μετά τον μητροπολίτην επεχείρησε να ομιλήση και πνιγόμενος και ούτος, διέκοψε. Και ούτως ηναγκάσθην να κάμω έναρξιν της εορτής υπό τα δάκρυα και τα χειροκροτήματα του κοινού, ήτις επί δύο ώρας εκράτησε υπό τους ήχους της Στρατιωτικής Μουσικής με τόσην καταφανή χαράν των παιδιών και του κοινού, ώστε καίτοι επί δίωρον το πλείστον των παρισταμένων ίσταντο όρθιοι, καθ’ όσον δεν ήτο δυνατόν να υπάρχουν τόσα καθίσματα, εν τούτοις ουδείς εσκέφθει ν’ απομακρυνθή και όλον το πλήθος μετά την λήξιν της εορτής ανεχώρησε κατενθουσιασμένον. Ως δε κατόπιν εξηκρίβωσα, η αποχή των κεκλημένων εκ της εορτής εγένετο εκ της υποψίας ότι θα υπεβάλοντο εις την πληρωμήν των εξόδων, μη φανταζόμενοι ότι θα τ’ ανελάμβανα μόνος μου. Και ούτως μου εστέρησαν κατά πολύ την ευχαρίστησίν μου άνευ λόγου.
ΣYΣΣΙΤΙΑ
Ως ανωτέρω εσημείωσα, η μεγαλειτέρα ευχαρίστησις του βίου μου υπήρξεν η εξυπηρέτησις και προστασία των πτωχών μικρών παιδιών, ώστε να αντιλαμβάνομαι ότι δια της προστασίας, των συμβουλών, της μερίμνης μου κατόρθωσα ένα αλητόπαιδο να εξυψωθή εις έναν καλόν άνθρωπο. Και δια τον λόγον αυτόν παρηκολούθουν τον βίον αυτών επισκεπτόμενος τα δημοτικά ιδίως σχολεία. Και με το πνεύμα αυτό πληροφορηθείς παρά των διδασκάλων ότι πολλάκις κατά την ώραν της διδασκαλίας παιδάκια λιποθυμούν εκ της πείνης, εσκέφθην με πόνον ψυχής ότι απ’ αυτά τα μικρά τα άπορα είναι δυνατόν να προέλθουν μεγάλοι άνδρες μια ημέρα. Και δια να έλθω και βοηθός των καλών παιδιών και των διδασκάλων, εσκέφθην όπως χρησιμοποιήσω ως βοηθόν μου την πείναν των μικρών αυτών. Και επειδή εις το ταμείον μας του Ε. Ε. Σταυρού είχομεν κατατεθειμένον εις την τράπεζαν 15 χιλιάδες δραχ., τας οποίας είχα κατορθώσει να συγκεντρώσω σιγά-σιγά και έμεναν αχρησιμοποίητα, εκάλεσα το Συμβούλιον, εξέθηκα τον σκοπόν μου και τους παρεκάλεσα να χρησιμοποιήσωμεν το ποσόν αυτό εις ενέργειαν συσσιτίων των τελείως απόρων μαθητών. Το Συμβούλιον σύμφωνον περί όλους τους στοχασμούς μου, διεφώνει όμως ως προς την εκτέλεσιν λόγω του ελαχίστου διαθετομένου ποσού και δεν εδίστασε να θεωρήση ως παραφροσύνην την έναρξιν λειτουργίας συσσιτίων εξ 70 μαθητών και εδήλωσαν ότι με 15 χιλιάδας δραχ. θεωρούν ότι η διάρκεια της παροχής συσσιτίου εις 70 μαθητάς, μετά τας δαπάνας μισθών, σκευών, κλ. δεν θα ήτο πλέον του τριημέρου. Διό επιμένων εις την παράκλησίν μου εδήλωσα ότι υπόσχομαι να εξακολουθήσω την παροχήν συσσιτίου εις 70 μαθητάς επί ένα μήνα, δηλ. εφ’ όσον διαρκούσε το δριμύ ψύχος του χειμώνος, ιδίαις μου δαπάναις. Την υπόσχεσιν αυτήν έδωσα, πεποιθώς ότι δια του τρόπου της χορηγήσεως θα προκαλούσα την συμπόνοιαν του κοινού και η λειτουργία των συσσιτίων θα ευδοκιμούσε και ούτως έλαβον την συγκατάθεσιν του Συμβουλίου και τα συσσίτια ευδοκίμησαν πλήρως. Και ενώ αρχίσαμε με 70 μαθητάς και μαθητρίας, εντός 10 ημερών ευρέθημεν εις την ευχάριστον θέσιν να αυξήσωμεν τον αριθμόν των συσσιτιώντων εις 100 και τούτο όχι επί ένα μήνα μόνον, αλλά από αρχάς Μαρτίου μέχρι 20 Ιουνίου, ότε διεκόπησαν λόγω της διακοπής των μαθημάτων. Το δε ταμείον των συσσιτίων έφερεν απόθεμα 52 χιλιάδων δραχ. κατατεθειμένων εις την Εθνικήν Τράπεζαν».
(Συνεχίζεται)
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
[1]. Πρόκειται για τον πατέρα του ιατρού και μεγάλου ευεργέτη της Λάρισας Γεωργίου Κατσίγρα, ο οποίος εργαζόταν στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή και στον Δήμο.
[2]. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του συμβάντος που αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά το γεγονός ότι πιο κάτω σημειώνεται ως μητροπολίτης ο Αμβρόσιος Κασσάρας, ο οποίος καθαιρέθηκε τον Ιανουάριο του 1910, πρέπει να έγινε πριν τη χρονολογία αυτή. Καταστηματάρχης θα πρέπει να ήταν ο Ιωάννης Αλεξάνδρου. Την περίοδο εκείνη το κατάστημά τους ήταν ισόγειο και βρισκόταν στη γωνία των οδών Μακεδονίας (Βενιζέλου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), στο σημείο όπου αργότερα κτίσθηκε το κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης. Πριν το 1930 περίπου μεταφέρθηκε στο ισόγειο του ιδιόκτητου τριώροφου μεγάρου που βρίσκεται σήμερα απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο.
[3]. Αποτελείτο από τον Βασίλειο και την Αγγελική (Κική) Αρσενίδη και τα δύο τέκνα τους.