Έχω έναν γνωστό στη Θεσσαλονίκη, φίλο του συγχωρεμένου του πατέρα μου. Ο κυρ Λεωνίδας είναι άνθρωπος της πιάτσας. Παλιά Σαλονικιώτικη καραβάνα, Μπαγιάτης σκέτος. Σπούδασε κοινωνιολογία, οικονομία και πολιτική στο πεζοδρόμιο. Άρχοντας στο παλιό εμπορικό κέντρο της πόλης. Σήμερα καβαντζάρει σχεδόν τα ενενήντα, αλλά είναι ευθυτενής και με αυτά που λέει έχει μια σοφία στα λόγια του. Αλλά και επίκαιρος ειδικά τώρα που πηγαινοέρχονται ο ένας μετά τον άλλον οι Κινέζοι, αλλά και οι Ρώσοι και αγοράζουν τα πάντα.
«Γράφε μου λέει». Είμαι όλος αυτιά μπάρμπα Λεωνίδα του λέω. Έρχεται τις προάλλες ένας Κινέζος επιχειρηματίας στην Πόλη και καταλύει σε κεντρικό ξενοδοχείο. «Well come in Thessaloniki» τον καλοσωρίζει ο ξενοδόχος. «Καλημέρα, πώς είστε» του απαντά σε άπταιστα Ελληνικά ο Κινέζος.
Να μη σου τα πολυλογώ ο Κινέζος ζήτησε δωμάτιο. Ο ξενοδόχος του πήρε 100 ευρώ προκαταβολή. Εντάξει λέει ο Κινέζος, «αλλά να δω και το δωμάτιο», πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε επάνω. Ο ξενοδόχος βγήκε καμαρωτός στο πεζοδρόμιο χαϊδεύοντας καμαρωτά το πηγούνι του για γούρι. Τον βλέπει από το Καφεκοπτείο απέναντι ο καφεπώλης και σπεύδει ταχέως να εισπράξει τα οφειλόμενα. Τα 100 ευρώ άλλαξαν χέρια μονομιάς. Περιχαρής επιστρέφει στο μαγαζί του, αλλά ο κουρέας που παρακολουθεί μακρόθεν δράττεται της ευκαιρίας να εισπράξει τα χρέη πέντε μηνών διά την ευπρεπήν κώμην του καφεπώλη. Μετά τον καφεπώλη εξοφλήθηκαν κατά σειρά με το ίδιο κατοστάρικο οκτώ επαγγελματίες της γειτονιάς του κέντρου. Τελευταίος παραλήπτης ο «Μπάμπης ο λεζαντιάρης» της παροικίας. Τύπος μπον βιβέρ με «είδη προικός» που έπαιρνε σβάρνα όλα τα χωριά και πουλούσε με δόσεις αλλά και με πολλές κατακτήσεις ιδιαιτέρως από το συνάφι των κομμωτριών. Περιχαρής προσήλθε στο ξενοδοχείο. 100 ευρώ ήταν το χρέος από τις τελευταίες δύο ημιδιαμονές.
Άνθρωποι της πιάτσας και ιδιαιτέρως στην παραβαρδάρια περιοχή γνωρίζουν ότι αλλιώς λέγεται, αλλά ας διατηρήσουμε το ύφος της ευπρέπειας.
«Πάρτα για να γλιτώσω από τη μουρμούρα σου» τάδε έφη και απήλθε ο Μπάμπης. Αυτοστιγμής κατέβηκε με τον ανελκυστήρα και ο Κινέζος επιχειρηματίας.
«Λυπάμαι, αλλά δεν μου αρέσει το δωμάτιο». Πήρε τα 100 ευρώ που ήταν ακόμη ζεστά από το πάρε - δώσε από τον ξενοδόχο και...
«Λοιπόν κατέληξε ο κυρ Λεωνίδας είδες πως με 100 ευρώ βολεύτηκαν όλοι. Κανένας δεν χρωστάει σε κανέναν. Έτσι κι εμείς σαν λαός και κοινωνία θα κυνηγάμε την ουρά μας και συνεχώς χρεωμένοι θα είμαστε σαν και πολύ φοβάμαι, όμως όχι ευχαριστημένοι.
Με τις συνεχείς αυξήσεις και τον πληθωρισμό ξανά στα ύψη, το μόνο που ευχόμαστε είναι μετά τα μνημόνια, τις πανδημίες και τους πολέμους να μη μας βρει τίποτα άλλο.
Από τον Σωκράτη Μποντζώρλο