Στις μέρες μας όλοι διαμαρτυρόμαστε για την ακρίβεια όλων των ειδών και τα παράπονά μας είναι δίκαια. Όμως, το φαινόμενο της ακρίβειας δεν είναι μόνο τωρινό. Έχει μακραίωνη ιστορία. Στις Θεσσαλικές Ενθυμήσεις η αρχαιότερη μαρτυρία ανάγεται στο έτος 1622. Ο θυμησογράφος σημείωσε λακωνικά το γεγονός και προσδιόρισε τη διάρκειά του κατά προσέγγιση: από το καλοκαίρι του 1621 έως το 1622, μέχρι τον Μάιο, με την έναρξη του αλωνισμού του κριθαριού.
Η αιτία της ακρίβειας του 1621-1622 δεν οφειλόταν σε πολεμικά γεγονότα, αλλά στις πολλές βροχές, εξαιτίας των οποίων οι γεωργοί δεν έσπειραν πολλά στρέμματα το φθινόπωρο του 1620: «Διότι εγίνη πολλή βροχιά και δεν έσπηραν». Το καλοκαίρι του 1621 η σοδειά των σιτηρών ήταν πολύ μικρή, με αποτέλεσμα αμέσως μετά τον πενιχρό αλωνισμό η τιμή του σιταριού ανέβηκε στα ύψη.
«Από το αλώνη άρχησεν και ανέβενεν το σιτάρη και έγινεν η μεγάλη ακρήβεια».
Ο θυμησογράφος μάς δίνει και την τιμή του σιταριού. Το μπουτζήκι κόστιζε 125 άσπρα και το φόρτωμα των Τρικάλων 1.000 άσπρα! Το μπουτζήκι ζύγιζε 11 οκάδες και το φόρτωμα 88 οκάδες, δηλαδή 112,816 κιλά. Με βάση το μπουτζήκι, η οκά κόστιζε 11,36 άσπρα, όσο και με βάση το φόρτωμα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η ποσότητα του σιταριού δεν επηρέαζε την τιμή του. Δεν έχουμε τις τιμές κάποιων άλλων προϊόντων, ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση. Τα 1.000 άσπρα αντιστοιχούσαν σε 8 γρόσια και 40/120 του γροσίου.
Ευτυχώς που στα τέλη Μαΐου άρχισε ο θερισμός των κριθαριών, με αποτέλεσμα η τιμή του σιταριού να μειωθεί σημαντικά, «τον Μάιον μήνα εξέπεσεν το σιτάρη και ήλθεν εκατόν και ενενήκοντα [άσπρα] το μπουτζήκι» από 125 που κόστιζε νωρίτερα.
Εικοσιέξι χρόνια αργότερα, το 1648, στην περιοχή της Ελασσόνας και γενικά της Βόρειας Θεσσαλίας σημειώθηκε νέα πείνα. Ο μοναχός της Παλιοκαρυάς σημείωσε τα εξής: «Και εις αυτό το έτος ήταν ακρίβεια πολύ. Το κριθάρι το κοιλό γρόσια 800, το δε σμιγάδι γρόσια 500». Το αναφερόμενο εδώ κοιλό ζύγιζε 22 οκάδες και ήταν γνωστό ως καρακοιλό, σταμπόλι, λουτσέκι και αλτσέκι. Ο μοναχός είμαι βέβαιος ότι εννοούσε άσπρα και όχι γρόσια, εκτός κι αν διάβασε λανθασμένα ο πρώτος που μετέγραψε την ενθύμηση. Τα 800 άσπρα για 22 οκάδες είναι ένα λογικό ποσό. Το σιτάρι δεν αναφέρεται καθόλου, γεγονός το οποίο υποδηλώνει μικρή παραγωγή και απλησίαστη τιμή του. Για τον λαό υπήρχε το κριθάρι, προς 36,36 άσπρα την οκά, τετραπλάσια τιμή από την τιμή του σιταριού το 1622 (8 άσπρα και 40/120) και το σμιγάδι, ένα μείγμα κριθαριού και βρίζας (σίκαλης), το οποίο κόστιζε 500 άσπρα το κιλό, δηλαδή προς 41,66 άσπρα την οκά!!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κώστας Σπανός, Θεσσαλικές Ενθυμήσεις 1404-1881. Τόμος Α’ 1404-1799, Λάρισα 2011, σελ. 56-57, 61.
www.thessaliko.gr