Καλεσμένος σε δείπνο ο δημοσιογράφος Σ. Λυγερός μεταφέρει μια σκληρή εμπειρία με μεγαλόσχημο επιχειρηματία. Έκπληκτος άκουσα να μου λέει:
- «Τι καθόμαστε και κάνουμε… (εποχή με Ορούτς Ρέις). Το Καστελλόριζο πρέπει να το δώσουμε στην Τουρκία, να τελειώνουμε, μπελάς είναι. Σιγά, πόσοι κάτοικοι είναι… Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα και είναι τυχοδιωκτισμός να κάνουμε τον μάγκα…
- (Λυγερός) Σε ξέρω για σκληρό επιχειρηματία, δεν αφήνεις ευκαιρία χαμένη, υπερασπίζεσαι δυνατά τα συμφέροντά σου. Υπάρχει στο Μεταξουργείο μια παροιμία: Με ξένο «κώλο» κάνω και γω τον π@στη. (Πάγωσα, ζήτησα συγγνώμη απ’ τις κυρίες). Εάν επρόκειτο για δική σας περιουσία μπορείτε να την κάνετε ό,τι θέλετε. Όταν πρόκειται για εθνικά συμφέροντα, ο τρόπος που μιλάτε, επαληθεύει την παροιμία (όχι μόνο διαφήμιση δεν πήρα, έγινα διαλυτικός παράγων στο δείπνο).
Αυτό είναι ένα δείγμα απ’ τη σημερινή άρχουσα τάξη και ελίτ, αλλά και 200 χρόνια πίσω κάπως έτσι δεν ήταν;
Ήταν Νοέμβριος (1824) όταν δολοφονήθηκε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Καταρρακωμένος ο Γέρος του Μοριά τερματίζει τον εμφύλιο. Πορεύεται στο Ναύπλιο, προσφέρει στη διοίκηση «την υπόκλισίν του, την ευπείθεια εις τους νόμους της πατρίδος…», όμως συλλαμβάνεται. Με δίκη παρωδία φυλακίζεται στον Προφήτη Ηλία (Ύδρα). Καθ’ οδόν ο στημένος όχλος τον γιουχάρει, του πετά αποφάγια, πέτρες. Ο Κολοκοτρώνης τραυματίζεται στο μάτι, κοντοστέκεται, βουρκωμένος, ματωμένος, προτάσσει τα αλυσοδεμένα χέρια και τους μιλά περήφανα: «Κρίνετε σεις αν μου πρέπει τέτοια καταισχύνη». Παράτησαν τις πέτρες από ντροπή, έφυγαν.
Ο Ιμπραήμ από 10/2/25 ερημώνει την Πελοπόννησο, οι Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης αντί να τον λευτερώσουν, σχεδιάζουν να φέρουν μισθοφόρους απ’ την Αμερική…
Στις 16/5/25 ο Παπαφλέσσας έφυγε από τη Δράινα με 1.300 άνδρες. Στρατοπέδευσε στο Μανιάκι. Με νέα επιστολή στην Κυβέρνηση ζήτησε αποφυλάκιση Κολοκοτρώνη κ.ά. οπλαρχηγών, καθώς διαπίστωσε απροθυμία να κοντράρουν τον Ιμπραήμ, λόγω αυτού του γεγονότος: «Με ποιον θα πάμε βρε; Ποιος θα μας οδηγήσει; Πού είναι οι στρατηγοί μας; Πού είναι οι αφεντάδες μας (προύχοντες) βρε;». Στις 17/5/1825 ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίζεται.
Ο Παπαφλέσσας δεν εκτίμησε τη στρατιωτική πείρα του αδελφού του (τον συμβούλεψε να μη συνεχίσει). Του στέλνει μια γεμάτη πίκρα επιστολή: «Εγώ άπαξ, ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου, εις την ανάγκην της πατρίδος κι αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι στον Θεό, η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει στο κεφάλι. Σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή είναι αυτή. Βάστα τη, να τη διαβάζεις καμιά φορά, να με θυμάσαι και να κλαις».
Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Χάου επισκέφτηκε το ελληνικό στρατόπεδο. Στο πρόχειρο γεύμα που παρατέθηκε, ο Παπαφλέσσας είπε: «Αύριο τέτοια ώρα θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα. Βλέποντας θλιμμένους τους άλλους οπλαρχηγούς, πρόσθεσε «ή θα ’μαστε νικηταί». «Αν νικηθώμεν, θα αδυνατίσωμεν τον εχθρό, πολλούς στρατιώτας θα χάσει και την μάχη θα την ονομάσουν: Λεωνίδειον μάχην».
Το πρωί της 20ής Μαΐου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα (6.000) κινήθηκαν προς τις πρόχειρες ελληνικές οχυρώσεις. Την κρίσιμη στιγμή, πολλοί Έλληνες λιποτάκτησαν (1.000), έμειναν 300. Η πρώτη επίθεση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ αντιμετωπίστηκε. Το μεσημέρι άρχισε η νέα επιδρομή των Αιγυπτίων.
Ξαφνικά, ακούστηκαν δύο ομοβροντίες. Ήταν ο Πλαπούτας με 1.500 άνδρες. Βλέποντας, όμως, ότι δεν μπορεί να διασπάσει τον αιγυπτιακό κλοιό, αρκέστηκε σε μερικές ομοβροντίες κι αποχώρησε. Ο Ιμπραήμ, πεισμωμένος από την απροσδόκητα αποτελεσματική αντίσταση των Ελλήνων, πήρε μέρος κι ο ίδιος στη νέα έφοδο. Ο Παπαφλέσσας, με 2 πιστόλες, πολεμούσε ηρωικά. Πυροβόλησε 2 Αλβανούς που του επιτέθηκαν, τράβηξε το σπαθί, αλλά χτυπήθηκε πισώπλατα απ’ τον Χούσο. Τον Χούσο (Αλβανός) σκότωσε ο οπλαρχηγός Αναγνώστης Γκότσης, που κι αυτός έπεσε σύντομα νεκρός. Στις 16.00 «βαστούσε» ακόμη το οχύρωμα του Βοϊδή (λίγοι Έλληνες κατάφεραν να σωθούν). Απ’ τους Αιγύπτιους είχαμε 1.200 – 1.500 νεκρούς και τραυματίες. Απώλειες που κάναν τους Έλληνες να καταλάβουν ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν άτρωτος. Γύρω απ’ τον λεύτερο Κολοκοτρώνη, έδωσαν τον αγώνα μέχρις εσχάτων.
Ο Φωτάκος διηγείται πως μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τη σορό τού Παπαφλέσσα. Έφεραν μπροστά του ένα ακέφαλο σώμα. Σε λίγο βρέθηκε και το κεφάλι. Ο Ιμπραήμ διέταξε να στερεώσουν τον νεκρό σ’ ένα δέντρο. Ακολούθως, σε μια πράξη σεβασμού και θαυμασμού, τον φίλησε και είπε: «Αμαρτία να χαθεί τούτος ο πολέμαρχος. Ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, αλλά να τον πιάναμε ζωντανό».
Καμία άλλη ιστορική πηγή δεν επιβεβαιώνει το γεγονός. Πολλοί λογοτέχνες αναφέρουν το φιλί (όπως ο Σπύρος Μελάς, αν και δυσπιστεί). Γνωστό έργο, «Το Φίλημα» του Μ. Μητσάκη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Παρνασσό» (Μάιος/1892). Αδιάψευστοι μάρτυρες της πεισματικής αυτής μάχης τα σχισμένα από τις σπαθιές κρανία Ελλήνων κι Αιγυπτίων, που έμειναν για πολλά χρόνια στην περιοχή.
Για τον αμφιλεγόμενο Παπαφλέσσα ο Παπαρρηγόπουλος έγραψε: «Υπήρξεν ανήρ έχων όλα τα ελαττώματα και όλα τα προτερήματα του κρατίστου συνωμότου, το πλανάν και το πλανάσθαι, το τολμάν και το θνήσκειν...».
Την 5η/6/1825 ο Γκούρας δολοφονεί τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Γιατί άραγε;
Έναν χρόνο μετά, 11/5/1826, ο Γκόρντον επιστρέφει στην Ελλάδα και διαπιστώνει ότι οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες είχαν σβήσει ακόμη και την κατά των Τούρκων εχθρότητα. Ο ίδιος πρόλαβε τη διάλυση του τακτικού σώματος (Φαβιέρου) και διαχειρίσθηκε το 2ο δάνειο (14.000 βρετανικές λίρες).
Πάλι καλά που ο Κολοκοτρώνης «έψησε» τον Χάμιλτον (Άγγλος ναύαρχος) και τη Γ’ Συνέλευση Τροιζήνος να ‘ρθει ο Καποδίστριας, αλλά κι αυτός δολοφονήθηκε, παρά το τιτάνιο έργο του (3,5 χρόνια μετά), από ξένα και ντόπια συμφέροντα. Σαφώς και άλλη θα ‘ταν η μοίρα της Ελλάδος με τον Καποδίστρια ζωντανό!
* Ο Πέτρος Ιωάννου είναι απόμαχος της εκπαίδευσης.