Είναι αληθές ότι η Παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει, μεταξύ των άλλων, αναταραχή και στη Δημόσια Διοίκηση χωρών. Το επίπεδο της σχετικής αναταραχής εξαρτάται από τη ρευστότητα της κουλτούρας της δοθείσης κοινωνίας. Δηλαδή, κοινωνίες των οποίων η κουλτούρα είναι δύσκαμπτη υπόκεινται σε μεγαλύτερη αναταραχή. Δύσκαμπτες κουλτούρες είναι οι ολιγότερον τεχνοκρατικές και εκείνες που επικεντρώνονται στις «σχέσεις», γνωστές σας «relationship-oriented» ή «high-context». Παγκοσμίως, οι νοτιο-ανατολικές κουλτούρες είναι δύσκαμπτες και οι βορειο-δυτικές κουλτούρες εύκαμπτες. Η Παγκοσμιοποίηση δεν επιδρά μόνο στην Οικονομία. Επηρεάζει την εν γένει Πολιτική Οικονομία της χώρας, δηλαδή, την Οικονομία, το Πολιτικό Σύστημα και το θεσμικό Πλαίσιο αυτής. Ερχόμαστε, λοιπόν, στην ανάγκη να πετύχουμε την ακριβέστερη δυνατή και χωρίς προκατάληψη διάγνωση της Ελληνικής πραγματικότητας. Κατ’ αρχήν, γνωρίζουμε ότι η πρωταρχική λειτουργία της Πολιτικής ή του Πολιτικού Συστήματος είναι να καταμερίζει «σπουδαιότητα» στις διάφορες και συχνά αντικρουόμενες αξίες της κοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται με χρηστή Δημόσια Διοίκηση.
Ποια όμως είναι η Δημόσια Διοίκηση; Τρεις είναι οι παράγοντες που απαρτίζουν τη Δημόσια Διοίκηση: α. Οι άνθρωποι της κοινωνίας, β. Η δραστηριότητα των ανθρώπων, και γ. Η μεταξύ των συναλλαγή και επικοινωνία. Αν αποδεχθούμε τις θέσεις της Ψυχολογίας της Ανθρώπινης Συμπεριφοράς (Psychology of Human Behavior), οποία επισημαίνει ότι η προδιάθεση και η εξ αυτής εκκινούμενη συμπεριφορά «δημιουργείται» αν δεν υπάρχει ή μπορεί ν’ αλλάξει αν υφίσταται, τότε θα είναι και λογικό και θεμιτό να υιοθετήσουμε το επιχείρημα ότι η ποιότητα της δημόσιας διοίκησης εξαρτάται από τους άλλους δύο παράγοντες. Δηλαδή, τη «δραστηριότητα των ανθρώπων» και τη «μεταξύ των συναλλαγή και επικοινωνία». Οι εν λόγω δύο αυτοί παράγοντες έχουν καταλυτική δυναμική και είναι υπεύθυνοι στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Από τους δύο αυτούς παράγοντες ηγετικό/πρωταρχικό ρόλο παίζει η «δραστηριότητα των ανθρώπων». Ο δε παράγων, «συναλλαγή και επικοινωνία» απορρέει από τη «δραστηριότητα των ανθρώπων». Επειδή, λοιπόν, η κοινωνία ανθρώπων είναι εξ ορισμού έννομος, δηλαδή λειτουργεί με νόμους η δραστηριότητα θεωρείται ως η απαρχή της μετέπειτα συναλλαγής και επικοινωνίας. Η δραστηριότητα αυτή προέρχεται από το πολιτικό σύστημα από το οποίο διοικείται η κοινωνία. Αντιστρέφοντας το επιχείρημα, βλέποντας την ηθική αταξία που κυριαρχεί σ’ ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας ευλόγως μπορούν ν’ αποδοθούν ευθύνες στο πολιτικό σύστημα και μόνο. Για παράδειγμα, η φοροδιαφυγή, η αναρχική, εγωκεντρική και ιδιοτελής στάση συμφερόντων, η έλλειψη σεβασμού προς τον νόμο, η ατιμωρησία και άλλες τοιαύτες συμπεριφορές καταδεικνύουν την αδυναμία του πολιτικού συστήματος και την έλλειψη της πολιτικής ηγεσίας. Δεν γνωρίζουν οι Έλληνες ότι η έσωθεν αναρχία θα επιφέρει την έξωθεν κηδεμονία; Και, ότι μια τέτοιου είδους κηδεμονία θα θέσει την εθνική αυτοκυριαρχία σε μεγαλύτερο κίνδυνο; Η «μεταξύ των ανθρώπων συναλλαγή και επικοινωνία», σ’ ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί παρά να καταδικάζει την κοινωνία στην εξαθλίωση και αποσύνθεση, καθ’ ότι το πολιτικό σύστημα είναι πελατειακό, εγωκεντρικό και ανήθικο. Βέβαια, τελικά, την ευθύνη για την τύχη της κοινωνίας την έχουν όλοι όσοι ζουν σ’ αυτήν. Η εν λόγω ευθύνη, όμως, έχει χάσει τη διαστατικότητα και σημασία της διότι ο Ελληνικός λαός εξετέθη απροετοίμαστος στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, του οποίου η αρχή προωθεί «την οικονομική ανάπτυξη» και όχι την «κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη», παρ’ όλο που ο οικονομικός τεχνοκρατισμός και η Κοινωνική Οικονομία (Social Economics) έχουν επιβεβαιώσει ότι το «βέλτιστον» είναι προτιμότερον του «μέγιστου». Η Παγκοσμιοποίηση έχει δώσει στην «επιθυμία» πρωτεύοντα ρόλο. Όμως, η Ψυχολογία του Καταναλωτή έχει πειραματικά καταδείξει ότι η «επιθυμία» είναι ασύμπτωτος, δηλαδή, ουδέποτε ικανοποιείται πλήρως. Άρα, η «επιθυμία» είναι «βασανιστήριο». Πώς, λοιπόν, καταστέλλεται ή χαλιναγωγείται η «επιθυμία»; Απλούστατα, δια της «εγκράτειας»! Μια τέτοιου είδους εγκράτεια, ωστόσο, εκλείπει στην εποχή της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει φέρει και αδυσώπητα προωθεί τον «καταναλωτισμό».