και για τον λόγο αυτόν έγινε αισθητός σε όλη την Κεντρική Ελλάδα και οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές για το δομημένο περιβάλλον κυρίως στα διοικητικά όρια του ιστορικού Δήμου Ελασσόνας. Εξαιτίας της σφοδρότητας του σεισμού το Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστήμιο Πατρών με τα μέλη του καθηγητές Ιωάννη Κουκουβέλα και Κωνσταντίνο Νικολακόπουλο βρέθηκαν ώρες μετά τον σεισμό στην επικεντρική περιοχή.
Μετά την εκδήλωση του κύριου σεισμού, που ονομάστηκε «σεισμός του Δαμασίου», προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση σε όλη την περιοχή, από τα δυτικά όρια της Λάρισας έως και τη Βερδικούσα αλλά και την Ελασσόνα (γι’ αυτό αναφέρεται και ως σεισμός Ελασσόνας).
Προέκυψαν επίσης πολλά και σημαντικά στοιχεία που θα αποτελέσουν μια σύγχρονη πηγή δεδομένων για την δόμηση στην ευρύτερη Θεσσαλία.
Ας δούμε όμως την ταυτότητα του σεισμού: Το επίκεντρό του βρισκόταν στα 20 χλμ. ΒΔ της πόλης της Λάρισας, που αποτελεί το μεγαλύτερο αστικό κέντρο στην περιοχή. Την επόμενη μέρα έγινε ένας δεύτερος ισχυρός σεισμός με μέγεθος Mw=6.0 ο οποίος είχε επίκεντρο στην περιοχή της λεκάνης Ποταμιάς κοντά στα χωριά Βλαχογιάννι και Μεσοχώρι. Ο σεισμός της 4ης Μαρτίου είχε επίσης μικρό εστιακό βάθος και προκάλεσε επιπρόσθετες ζημιές. Στη διάρκεια αυτής της σεισμικής διέγερσης, δηλαδή του «σεισμού του Δαμασίου», σημειώθηκαν επίσης τέσσερις σεισμοί με μεγέθη άνω των 5 R και 15 σεισμοί με μέγεθος άνω των 4 R. Το πλήθος των σεισμών (με μέγεθος μικρότερο των 4 R) ήταν πολύ μεγάλο και για τον λόγο αυτόν η αίσθηση των κατοίκων της περιοχής ήταν ότι πιθανά η ακολουθία των σεισμών «προετοιμάζει» έναν μεγαλύτερο σεισμό. Σύμφωνα όμως με την τρέχουσα επιστημονική γνώση, ήταν φανερό ότι η ακολουθία θα είναι μακρά αλλά φθίνουσα, όπως και τελικά έγινε. Επίσης από την εκδήλωση αυτού του σεισμού συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στοιχεία για σεισμό στη ΒΔ Θεσσαλία. Οι ερωτήσεις λοιπόν που αναφύονται σχετικά με τους σεισμούς είναι:
* Δεν γίνονταν στο παρελθόν σεισμοί στην περιοχή;
* Αν ναι, ποιο ήταν το μέγεθός τους;
* Κάθε πότε γίνονταν οι σεισμοί αυτοί;
Στα τρία αυτά ερωτήματα σήμερα έχουμε περισσότερες απαντήσεις (καθώς αφού έσβησαν τα φώτα της δημοσιότητας οι επιστήμονες συνέχισαν τη δουλειά). Πολλά από όσα είναι πλέον γνωστά θα σταχυολογηθούν ώστε να απαντηθούν τα προηγούμενα ερωτήματα. Για να καταλήξουμε όμως στα συμπεράσματα αυτά χρειάστηκαν μελέτες στο ύπαιθρο, εργαστηριακές αναλύσεις και χρήση δεδομένων από αποτυπώσεις με σαρωτές και ΣμηΕΑ (drones).
Πρώτον: Σεισμοί γίνονταν στο παρελθόν και θα γίνονται στο μέλλον. Ο πλέον σημαντικός τελευταίος ήταν το 1941. Πόσοι άλλοι έγιναν δύσκολο να προσδιοριστεί, για επιστημονικούς κυρίως λόγους.
Δεύτερον: Μεγέθη ανάλογα του σεισμού του Δαμασίου μάλλον πρέπει να θεωρούνται ως τυπικοί για την περιοχή.
Τρίτον: Ο χρόνος επανάληψης τέτοιων σεισμών ευτυχώς δεν είναι μικρός. Τα πρώτα στοιχεία, που δεν είναι όμως αρκετά, δείχνουν χρόνο επανάληψης που ξεπερνά τα 2.000 χρόνια.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τις δημοτικές αρχές της περιοχής καθώς και τους κατοίκους για την πρόσβαση που είχαμε σε συγκεκριμένες περιοχές αλλά και για τη συμπαράσταση προς την ομάδα του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ποια ήταν τα επιπλέον δεδομένα που συλλέχθηκαν στην περιοχή;
* εύρεση του ρήγματος που προκάλεσε τον σεισμό.
* μέτρηση της μετάπτωσής του και
* χαρτογράφηση των ρηγμάτων Βλαχογιάννι και Μεσοχώρι που κατά το παρελθόν είχαν υποτιμηθεί.
Συνοψίζοντας, από την εκδήλωση της σεισμικής δράσης, σήμερα μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα, πως με βάση τα συμπεράσματα από πολλές έρευνες, ότι έχει βρεθεί μια ασφαλής μεθοδολογική προσέγγιση για την αναγνώριση των ενεργών ρηγμάτων στην περιοχή της ΒΔ Θεσσαλίας. Επίσης, παρά τη γειτνίαση και τις ιδιαίτερες γεωτεχνικές συνθήκες που επικρατούν σε μερικές περιοχές όπως κοντά στις κοίτες των ποταμών Πηνειού και Τιταρήσιου, οι παράμετροι σχεδιασμού των σύγχρονων κτιρίων στην περιοχή άντεξαν υπό αντίξοες συνθήκες. Βέβαια κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι στην πληγείσα περιοχή. Έναν χρόνο μετά θα πρέπει επίσης να μην ξεχνάμε ότι για πολλούς συνανθρώπους μας η προσπάθεια να επανέλθουν στην προ του σεισμού κατάσταση συνεχίζεται.