ελευθερίας, η δημοκρατία και ο διάλογος. Εν τούτοις, άρχοντες και αρχόμενοι διαφωνούμε, συνήθως, μεταξύ μας και, σπάνια, καταλήγουμε σε συνεννόηση, μίνιμουμ έστω. Γιατί τάχα;
Υποστηρίζουν μερικοί, ότι φταίει το μεσογειακό ταπεραμέντο μας και το ευέξαπτο του χαρακτήρα μας.
Κάποιοι άλλοι, ότι στηριγμένοι στο θυμοειδές αγόμαστε και φερόμαστε με περισσή ευκολία απ’ τους πολιτικούς μας ταγούς, πολλοί εκ των οποίων είναι κατώτεροι των περιστάσεων και στηρίζουν το μέλλον τους στο διχασμό και στη μισαλλοδοξία. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν, ότι φταίει η μακροχρόνια τουρκική σκλαβιά, που μας εξοικείωσε με τον ραγιαδισμό και αλλοίωσε το DNA μας, ή, ακόμα, η κοινωνική ανισότητα και αδικία.
Σίγουρα, φταίνε όλα αυτά, αλλά και η έλλειψη παιδείας, αφ’ ενός, θα συμπλήρωνα εγώ, και, κατά συνέπεια, η άγνοια και η μονολιθικότητα των απόψεών μας, και οι συνέπειες, αφ’ ετέρου, παραγκωνισμού της Ορθοδοξίας, μια που οι πολλοί Έλληνες βιώνουμε τον Χριστιανισμό, επιδερμικά και χωρίς φόβο Θεού.
Και επειδή ορισμένοι, συγκρίνοντας τους αρχαίους Έλληνες με τους Νεοέλληνες, διατυπώνουν την άποψη, ότι εκείνοι ήταν καλύτεροι από εμάς και ότι αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι και αυτοί, ως λαός, αλλά και η πολιτική και πνευματική τους ηγεσία δε διέφεραν και πολύ στη συμπεριφορά τους απ’ τους σημερινούς Έλληνες. Άλλωστε, αρχαία Ελλάδα δεν ήταν μόνο η Αθήνα, αλλά περιελάμβανε πολλές πόλεις κράτη με πολιτεύματα ποικίλα, που πολεμούσαν και σκοτώνονταν μεταξύ τους, όταν θίγονταν τα συμφέροντά τους.
Ευτυχώς, μόνο, που οι Ολυμπιακοί Αγώνες τους έφερναν πιο κοντά, αφού διέθεταν ως κοινούς συνδέσμους την ίδια γλώσσα και την ίδια πολυθεϊστική θρησκεία του Δωδεκάθεου, οπότε στις δύσκολες στιγμές ενώνονταν μεταξύ τους και αντιμετώπιζαν τους κοινούς κινδύνους, κάτι που κάνουμε και εμείς στις μέρες μας, αλλά για λίγο, όπως και εκείνοι.
Αλλά και στη γενέτειρα της Δημοκρατίας, την Αθήνα, λίγοι ήταν αυτοί, που απολάμβαναν τα καλά της, αφού δεν είχαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη, ούτε οι γυναίκες, ούτε οι δούλοι, ούτε οι φτωχοί, παρότι ήταν πολύ περισσότεροι απ’ τους Αθηναίους πολίτες. Είναι γνωστό, άλλωστε, το τέλος του Σωκράτη και η τύχη σημαντικών πολιτικών προσώπων σ’ αυτή. Η τάση, όμως, των Νεοελλήνων να εξιδανικεύουμε κάθε τι θετικό των Αρχαίων και να ξεχνούμε τις αδυναμίες τους, είναι αυτή, που αλλάζει την εικόνα τους. Ωστόσο, για να μη μηδενίζουμε και ισοπεδώνουμε τα πάντα, υπήρξε στη δημοκρατική Αθήνα, κυρίως, μια πλειάδα πρωτοπόρων της πολιτικής και, προπάντων, του πνεύματος, που, θεωρητικά τουλάχιστον, άνοιξαν νέους δρόμους σκέψης, άσκησης πολιτικής και επίλυσης των διαφορών έχοντας ως εργαλεία το διάλογο, τον σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις και τη σύνθεση μεταξύ τους.
Αλήθεια, θα μπορούσε να πει κανείς, δεν έχουμε οι Νεοέλληνες να επιδείξουμε κατορθώματα, με τα οποία αποδεικνύουμε, ότι είμαστε άξιοι συνεχιστές του μεγαλείου και των αγώνων της αρχαίας Ελλάδας; Έχουμε και παραέχουμε, όπως, π.χ., την Επανάσταση του ‘21 και την κοπιώδη προσπάθεια δημιουργίας και οργάνωσης ανεξάρτητου κράτους, αλλά και το έπος του ‘40, που συνοδεύτηκαν, όμως, από γεγονότα, που μας προβληματίζουν και μας θλίβουν.
Δυστυχώς για μας, όμως, η ομοψυχία, η ενότητα, η συναίνεση και ο διάλογος κρατά για λίγο και πετυχαίνουμε πολλά, αλλά χωρίς συνέχεια, οπότε αμαυρώνονται, έτσι, και ξεθωριάζουν οι επιτυχίες μας. Η επιλογή, άλλωστε, ορισμένων να υπερτονίζουν, συνεχώς, αυτά, που μας χωρίζουν και όχι αυτά, που μας ενώνουν, αποτελεί το σαράκι, που καταστρέφει, όσα κερδίζονται με κόπο και ιδρώτα.
Αλλά και η Παιδεία, με τις συνεχείς συγκρούσεις και τα απανωτά «ράβε ξήλωνε» αδικεί τον εαυτό της και το παραγόμενο έργο, ενώ η Ορθοδοξία, που με τα διδάγματά της είναι σε θέση να μας εξημερώνει και να μας φέρνει πιο κοντά μεταξύ μας, έχει γίνει σάκος του μποξ, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί, που τη βλέπουν ως εμπόδιο στις επιδιώξεις τους. Γι’ αυτό, την πολεμούν και προσπαθούν, συνειδητά, να την περιθωριοποιήσουν εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της και επικαλούμενοι δημοκρατικά δικαιώματα και την πρόοδο της κοινωνίας, χωρίς να εξετάζουν, αν αυτή η τελευταία, έτσι όπως τη βιώνουμε, οδηγεί σε αδιέξοδα.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, πώς να μην είμαστε καταδικασμένοι οι Νεοέλληνες να ερίζουμε μεταξύ μας;