με τη λόγια μορφή Φοινικία και το 1592 με τη λαϊκή μορφή Φοινίκω. Το όνομα έχει σχέση με το φοινικούν χρώμα. Ο φοινικούς είναι ο πορφυρόχρους, ο έχων βαθύ κόκκινο χρώμα. Στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής το πορφυρόχρωμο ένδυμα αναφέρεται ως φοινικίς (φοινικίδος).
Υποθέτω ότι η Φοινικία και η Φοινίκω είναι ευχετικό όνομα (να είναι το κορίτσι πορφυρόχρωμο, κοκκινωπό, δηλαδή υγιές). Ο Αθανάσιος Μπούτουρας έχει άλλη άποψη: «Φοινικιά, διά την μεγαλοπρεπή βλάστησιν πιθανώς».
Από μία Φοινικία αναφέρεται στον Τύρναβο (1520), στην Καρδίτσα (16ο αι.), στην Καλαμπάκα (1613/1614) και στον Αλμυρό (1774). Η Φοινίκω είχε μεγάλη προτίμηση στην περιοχή της Καρδίτσας: 20 γυναίκες τον 16ο-17ο αι. και 5 τον 17ο αι. Στην περιοχή των Τρικάλων αναφέρεται μία Φοινίκω το 1592/1593, δύο τον 16ο-17ο αι., και από μία το 1778, τον 18ο αι. και τον 18ο-19ο αι. Η υποκοριστική μορφή Φοίνω απαντάται στη Δυτική Θεσσαλία και κυρίως στην περιοχή της Καρδίτσας, όπου αναφέρονται δύο γυναίκες το 1659, 16 τον 16ο-17ο αι. και από μία τον 17ο και τον 18ο/19ο αι. Άλλες τρεις αναφέρονται στην περιοχή των Τρικάλων τον 16ο-17ο αι. και μία το 1798. Τέλος, μία Φοίνω ζούσε το 1774 στον Αλμυρό.
Στην ύστερη βυζαντινή εποχή δεν αναφέρεται η ύπαρξη του ονόματος αυτού, μολονότι το φοινικούν είναι γνωστό, όπως προκύπτει από το επώνυμο δύο ανδρών: του Ιωάννη Φοινίκη, το 1325, και του ιερομονάχου Αντωνίου Φοινίκη, το 1342.
Στους νεότερους χρόνους το όνομα Φοίνω διατηρήθηκε ως μητρωνύμιο: ο γιος της Φοίνως απέκτησε το επώνυμο Φοίνος. Η μη γνώση, όμως, της πραγματικής μορφής του ονόματος το μητρωνύμιο Φοίνος καταχωρίσθηκε ως Φίνος (παρβ. Φίνος Φίλμ) και αποδόθηκε στην ιταλική λέξη fino (λεπτός).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ε. Trapp, Prosopographisches Lexikon der Palaiologrneit, Wienn 1994, τ. 12. σ. 136. 1) Αθανάσιος Μπούτουρας, Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα ιστορικώς και γλωσσικώς ερμηνευόμενα, εν Αθήναις 1912, σ. 143.
2) Κώστας Σπανός, Λεξικό των θεσσαλικών βαφτιστικών ονομάτων (15ος-19ος αι.), Λάρισα 2018, σ. 216-217.