Παρακολουθώντας και τα δύο επεισόδια της νέας τηλεοπτικής σειράς του «Mega» ο «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό», ομολογώ ότι βλέποντας στη μικρή οθόνη αφ’ ενός μεν τη μεταφορά της ζωής ενός σύγχρονου Αγίου της Εκκλησίας μας, αφ’ ετέρου δε την αναπαράσταση της σύγχρονης, πονεμένης ιστορίας του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, συγκινήθηκα. Κατ’ αρχάς, ως χριστιανός, για το γεγονός ότι βρέθηκε και στην ιδιωτική τηλεόραση λίγος «χώρος» για την προβολή μιας αγιασμένης προσωπικότητας, όπως αυτής του αγιορείτη μοναχού Παϊσίου (Εζνεπίδη), ενός ανθρώπου που έζησε στον καιρό μας, απεβίωσε μόλις το 1994 και στο μεταξύ αγίασε, δηλαδή αναγνωρίστηκε επισήμως η «αγιοσύνη» του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (το 2015, για σύμπασα την Ορθόδοξη Εκκλησία). Κατά, δεύτερον, συγκινήθηκα ως Έλληνας, θεωρώντας ότι το έργο, η τηλεοπτική αυτή παραγωγή, συμβάλλει στο να μείνουν άσβηστες οι μνήμες για τις πατρίδες απ’ τις οποίες ξεριζώθηκαν δικοί μας άνθρωποι, Έλληνες της Μικρασίας. Χάρηκα, επίσης, ως εκπαιδευτικός που είδα ότι κατά την τρέχουσα χρονιά (2022), που έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κορύφωση της Μικρασιατικής καταστροφής, βγήκε, επιτέλους (!)στο «γυαλί» μια ταινία -με περιεχόμενο, επί της ουσίας, εκπαιδευτικό/ιστορικό- με την οποία τιμάται η μνήμη των θυμάτων, αλλά και ζωντανεύει η υπόμνηση, η παρακαταθήκη ότι οι πατρίδες που χάθηκαν μένουν αλησμόνητες – γιατί, όπως έλεγαν οι παππούδες κι οι παλιότεροι δάσκαλοί μας «πατρίδα είν’ εκεί που έχει τις ρίζες της η καρδιά…».
Η ιστορία που παρουσιάζεται στη μικρή οθόνη ξεκινά από τη γέννηση του Αγίου Παϊσίου, κατά κόσμον Αρσενίου Εζνεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), η οικογένεια του μικρού Αρσενίου ξεριζώνεται και παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα. Ο μικρός Αρσένιος μεγαλώνει στην Κόνιτσα της Ηπείρου με τη γιαγιά του και τη μητέρα του, οι οποίες του μεταδίδουν τη βαθιά τους πίστη στον Χριστό και την αγάπη για τον συνάνθρωπο. Μεγαλώνει με τις ιστορίες για τον Άγιο Αρσένιο και μέσα του φουντώνει η επιθυμία από μικρή ηλικία να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή. Το 1945 κατατάσσεται στον Στρατό, όπου υπηρετεί ως ασυρματιστής. Με την αποστράτευσή του επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Σύντομα, όμως, επιστρέφει στην Κόνιτσα για οικογενειακούς λόγους και παραμένει εκεί για τρία χρόνια. Αναχωρεί οριστικά για το Άγιον Όρος τον Μάρτιο του 1953 και καταλήγει στη Μονή Εσφιγμένου. Έπειτα από τρία χρόνια βρίσκεται στη Μονή Φιλοθέου, όπου κείρεται μοναχός και παίρνει το όνομα Παΐσιος. Στέλνει μια φωτογραφία του στη μητέρα του, με την οποία την αποχαιρετά και της λέει ότι για μάνα του πια θα έχει την Παναγία.
Για το πρόσωπο του Αγίου Παϊσίου (που είναι και το κεντρικό στην ταινία), για το έργο και την «αγιοσύνη» του δεν θα αναφέρω τίποτε περισσότερο. Μπορείτε, όσοι το επιθυμείτε, εύκολα να τα βρείτε. Και αξίζει τον κόπο να τα ψάξετε. Θα ’θελα, όμως, σ’ αυτό το σημείο να εκφράσω τη θλίψη μου για το γεγονός ότι κάποιοι «πνευματικοί» άνθρωποι της χώρας, βγάζοντας για μία ακόμα φορά το αντικληρικαλιστικό (και επί της ουσίας: αντιχριστιανικό) μένος τους, εκφράσθηκαν για την ταινία με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς και σχολιασμούς, μιλώντας για … «αποβλάκωση» και «σκοταδισμό», αποκαλύπτοντας την απίστευτη ρηχότητα και πνευματική ανωριμότητα ενός μέρους -τουλάχιστον- της υποτιθέμενης... «πνευματικής» μας ελίτ.
Τι τους ενόχλησε άραγε; Η ίδια η καλλιτεχνική αξία της παραγωγής; Είχαν ενστάσεις για την κινηματογραφική αφήγηση ή τη σκηνοθετική προσέγγιση ή για την τεχνική δομή της μυθοπλασίας; Όχι! Τίποτε απ’ αυτά - τα οποία όλα είναι συζητήσιμα, ασφαλώς, και μπορούμε να τα κουβεντιάζουμε και να διαφωνούμε, έχοντας διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που έσπευσαν να απαξιώσουν το σίριαλ τόσο ισοπεδωτικά... Τους ενόχλησε η αναφορά σε έναν «Άγιο». Και μάλιστα σύγχρονο Άγιο. Αυτό πια τους είναι «ανυπόφορο». Το θεωρούν, λέει, «αποβλάκωση»... Βεβαίως, μέσα στη δίνη της ιδεοληψίας τους, οι περί ων ο λόγος ψευτοδιανοούμενοι, διακωμωδώντας την πίστη των χριστιανών, καταλύουν ένα βασικό ανθρώπινο (και συνταγματικώς προστατευόμενο, εν Ελλάδι) δικαίωμα, αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας -το δικαίωμα δηλ. όχι μόνο να είναι κάποιος άπιστος, άθεος, αγνωστικιστής, κ.λπ., αλλά να είναι και πιστός στα δόγματα και τις παραδόσεις της θρησκείας- εν προκειμένω της Χριστιανικής - στην οποία με επιλογή του ανήκει. Θα μπορούσαν να γραφούν πολλά για τις άδικες έως υπερφίαλες κριτικές που διατυπώθηκαν, αλλά νομίζω δεν αξίζει τον κόπο. Αφού δεν σέβονται αυτοί τη (θρησκευτική) ελευθερία μας, ας σεβαστούμε εμείς την (άθεη, άθρησκη, αντιχριστιανική – την όποια…) δική τους ελευθερία, κι ας σταθούμε στα σημαντικά μηνύματα που στέλνει η ίδια η κοινωνία.
Η ταινία μετά και το δεύτερό της επεισόδιο συνεχίζει να κυριαρχεί στην «prime time» ζώνη υψηλής τηλεθέασης. Με ποσοστό 33% στο δυναμικό κοινό 18-54 και 32,8% στο σύνολο του κοινού, η σειρά που ευρίσκεται στην κορυφή της τηλεθέασης. Στη ζώνη μετάδοσής της, η διαφορά απέναντι στα προγράμματα του ανταγωνισμού κυμάνθηκε σε εξαιρετικά μεγάλα νούμερα, με 18,2 μονάδες διαφορά στο δυναμικό κοινό 18-54 και 16,1 μονάδες διαφορά στο σύνολο του κοινού. Σε απόλυτο αριθμό τηλεθεατών, τη σειρά παρακολούθησαν 1.610.519 τηλεθεατές, με την κάλυψη να φτάνει τους 2.318.508 τηλεθεατές, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι, με βάση τη δημοσκοπική καταγραφή, σε γυναικείο νεανικό κοινό ο «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό» κατέγραψε το εντυπωσιακό ποσοστό 47,2%.
Την ερχόμενη Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου, στις 10.30 το βράδυ προβάλλεται το 3ο επεισόδιο της σειράς. Όσοι πιστοί…
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/βάθμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. (xaan@theo.auth.gr).