Από τον Χάρη Ανδρεόπουλο*
Από την περασμένη Παρασκευή η Ελλάδα ζει για μία ακόμα φορά, δυστυχώς, ένα θέατρο του παραλόγου. Αγανακτισμένοι αγρότες επιχειρούν να στήσουν «μπλόκα» στις εθνικές οδούς -με επίκεντρο των κινητοποιήσεων κι αυτήν τη φορά τον «συμβολικό» κόμβο της Νίκαιας Λαρίσης- διαμαρτυρόμενοι για το υψηλό κόστος παραγωγής, τη χαμηλή τιμή των προϊόντων τους και μια σειρά άλλες επιβαρύνσειςπου έχουν, πράγματι, ως συνέπεια τη μείωση των εισοδημάτων τους. Από την άλλη πλευρά, μια φανερά αιφνιδιασμένη, ανέτοιμη για την περίσταση Κυβέρνηση, προσπαθεί αμυνόμενη, χωρίς σοβαρό και τεκμηριωμένο αντίλογο, να ικανοποιήσει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων ενός επιβαρυμένου προϋπολογισμού, τις απαιτήσεις των αγροτών. Ενθυμούμενος, μάλιστα, το λίαν επιτυχημένο στην εποχή του (προ 40ετίας) παπανδρεϊκό σύνθημα περί της θεωρήσεως του αγροτικού τομέα ως «ραχοκοκκαλιάς» της εθνικής μας οικονομίας, ο (φιλελεύθερος) υπουργός Ανάπτυξης κ. Σπήλιος Λιβανός εξήγγειλε (λίγες ώρες πριν πάρουν θέση τα τρακτέρ στην Εθνική – οποία σύμπτωσις!…) «δέσμη μέτρων» ύψους 170 εκατ. ευρώ, με στόχο, λέει, τη μείωση του κόστους παραγωγής, κ.τλ. Τι αλήθεια συμβαίνει; Γιατί ξαναβγήκαν στους δρόμους οι αγρότες; Γιατί το «αγροτικό πρόβλημα» στην Ελλάδα διαιωνίζεται;
Η απάντηση είναι σύνθετη, κυρίως γιατί συναρτάται με τις πραγματικότητες και δεσμεύσεις που έχει επιβάλλει, αλλά και ευκαιρίες που προσφέρει (και) στη χώρα μας η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και, ως εκ τούτου, απαιτεί συνδυαστικές προσεγγίσεις. Οι νέοι κανόνες της ΚΑΠ θέλουν τους αγρότες να αφήνουν πίσω τους τις παραδοσιακές εθνικού/κρατικοδίαιτου τύπου μορφές γεωργίας και να εξελίσσονται σε (Ευρωπαίους) «επιχειρηματίες της υπαίθρου» για να κερδίσουν το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας που ισχύει για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιχειρηματίες στην ούτως ή άλλως φιλελεύθερων/ανταγωνιστικών κανόνων αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα κινείται λίγο-πολύ στους ρυθμούς της κρατικοδίαιτης αντίληψης που κυριαρχούσε μέχρι το 1979, όταν ο Κων/νος Καραμανλής μας έβαλε (και πολύ καλά έκανε) στην τότε «Ε.Ο.Κ.», ένταξη η οποία, ωστόσο, απαιτούσε -ειδικά στον αγροτικό τομέα- αλλαγή νοοτροπίας, προς φιλελεύθερη κατεύθυνση, καθώς μπαίναμε σε μια μεγάλη, ενιαία αγορά, η οποία ξέραμε ότι θα είναι ανταγωνιστική. Παρότι δε ερχόταν το ένα «πακέτο» στήριξης («Ντελόρ») μετά το άλλο («Σαντέρ», 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης [ΚΠΣ]), κ.λπ.), η ελληνική Γεωργία παρέμεινε κολλημένη στην κρατικοδίαιτή της εσωστρέφεια, ένα μείζον πρόβλημα το οποίο η κάθε κυβέρνηση, από το 1980 μέχρι σήμερα, περιορίζεται στο να το κληροδοτήσει στην επόμενη. Έτσι έχουμε κάθε χρόνια τα ίδια… Απ’ τη μια τα …καθιερωμένα, πλέον, μπλόκα (ή απειλή για μπλόκα) από πλευράς αγροτών, κι απ’ την άλλη το ...καθιερωμένο «πακέτο» της «δέσμης μέτρων» κάποιων δεκάδων εκατ. ευρώ (γι’ αυτές τις περιπτώσεις «λεφτά υπάρχουν», πάντα…), το οποίο, ασφαλώς, βοηθά πρόσκαιρα να αντιμετωπισθούν υπαρκτές οικονομικές ανάγκες του αγροτικού κόσμου -δίνει μια ανάσα- αλλά δεν λύνει το πρόβλημα - αντίθετα το διαιωνίζει. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται… Του χρόνου πάλι τα ίδια…
Ασφαλώς η (κάθε) Κυβέρνηση οφείλει να στέκεται αρωγός στα προβλήματα του αγροτικού κόσμου, αλλά ας μου επιτραπούν ορισμένες απορίες: Για ποιους αγρότες η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει; Τους αγρότες που γαλουχήθηκαν για χρόνια (και επιμένουν μέχρι σήμερα) σε μία επιδοματική γεωργία απόλυτα προστατευμένη, δρώντας με χρονικό ορίζοντα την τρέχουσα καλλιεργητική χρονιά; Τους αγρότες που υπεράντλησαν, αδαπάνως, τον υδροφόρο ορίζοντα με γεωτρήσεις βάθους, κάποιες φορές μέχρι και 400 μέτρα, κάνοντας, συγχρόνως, αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και δημιουργώντας τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα; Τους αγρότες που πραγματικά αγαπούν αυτό που κάνουν και επενδύουν συνεχώς κεφάλαια στην επιχείρησή τους, κοιτώντας πάντα το μέλλον ή αυτούς που ευκαιριακά βρέθηκαν στη γεωργία λόγω καταγωγής ή του συνδρόμου των «τζαμπατζήδων» και των αυξημένων κονδυλίων από την Ε.Ε.; Τους αγρότες που διεκδικούν μια λύση ανάγκης «για να γυρίσει η χρονιά» ή τους αγρότες που ενδιαφέρονται για λύσεις με πενταετή, τουλάχιστον, ορίζοντα;
Απ’ την άλλη, οι αγρότες από ποιο κράτος διεκδικούν δικαίωση των αιτημάτων τους και λύση των προβλημάτων τους; Από ένα κράτος που ποτέ του δεν έχει σχεδιάσει μία μακροχρόνια πολιτική ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου; Από ένα κράτος που απλά έχει περιοριστεί στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και αυτό όχι απόλυτα πετυχημένα; Από ένα κράτος που προκρίνει έργα αγροτικής ανάπτυξης ανάλογα με την εντοπιότητα του εκάστοτε υπουργού ή της πελατειακής ισχύος των τοπικών παραγόντων; Από ένα κράτος που δεν μπορεί να σπάσει τα ανεξέλεγκτα καρτέλ των γεωργικών εφοδίων; Ένα κράτος που η οργανωτική δομή του αρμόδιου Υπουργείου εξυπηρετεί ανάγκες της ΚΑΠ του 1980;
Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν και για τις δύο πλευρές (Κυβέρνηση-αγρότες) θα μπορούσαν να ήταν ακόμα περισσότερα. Ένα είναι σίγουρο. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο ευθύνη έχουν και οι δύο πρωταγωνιστές. Η πολυπλοκότητα του αγροτικού ζητήματος έχει δύο διαστάσεις, τη βραχυπρόθεσμη και τη μεσο-μακροπρόθεσμη. Αν όλη η πολιτική και επικοινωνιακή πίεση ασκείται μόνο για την πρώτη, το βασικό ερώτημα είναι ποιος, πότε και πώς θα ασχοληθεί σοβαρά με τη δεύτερη, η οποία θα κρίνει σε τελευταία ανάλυση και αν θα υπάρξει μέλλον για την ελληνική Γεωργία.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).