Πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε, ότι, όταν είναι κανείς νέος, σφύζει από ζωή, βλέπει, συνήθως, το μέλλον με αισιοδοξία και δίνει τον αγώνα του, προκειμένου να προκόψει και να κάνει πράξη τα όνειρά του. Ο άνθρωπος, όμως, είναι, έτσι, πλασμένος, ώστε, όταν ενηλικιώνεται, να θέλει στο πλευρό του έναν σύντροφο, όχι μόνο για να τεκνοποιήσει και να διαιωνίσει το είδος του, αλλά και για συντροφιά και για να καλύπτει τις σεξουαλικές του ανάγκες, για όσο διάστημα είναι σε θέση να τις εκπληρώνει. Μεθυσμένος, όμως, καθώς είναι απ’ το κρασί της νιότης, ξεχνά, πολλές φορές, ότι μετά την παιδική και εφηβική ηλικία ακολουθούν η ενηλικίωση, η ωριμότητα και η γεροντική, φευ, ηλικία, αν δεν κοπεί το νήμα της ζωής, αιφνιδιαστικά ή και με προειδοποίηση.
Υπάρχουν, μάλιστα, πολλοί ανάμεσά μας, που στρουθοκαμηλίζουν, εθελοτυφλούν και νομίζουν, ότι πάντα θα είναι θαλεροί και ικανοί ν’ αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής μόνοι και μόνες τους. Γι’ αυτό, είτε επιλέγουν τον εργένικο βίο αποφεύγοντας τον γάμο, που, σημειωτέον, για να στεριώσει, εκτός από αγάπη και αμοιβαία κατανόηση χρειάζεται, ομολογουμένως, μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς, είτε τον διαλύουν αδιαφορώντας και αφήνοντας στο έλεος του Κυρίου τον καρπό της σχέσης τους, τα παιδιά τους, όταν, βέβαια, υπάρχουν. Μόνο που κάνουν λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί, πολλές φορές και χωρίς να το καταλάβουν, φθάνουν στη γεροντική ηλικία, που, για να αντιμετωπισθεί με αξιοπρέπεια, αν μη τι άλλο, θέλει στηρίγματα.
Βέβαια, σε αντίθεση με το χθες, υπάρχουν, σήμερα, πολλοί οίκοι ευγηρίας, οι οποίοι τείνουν, μάλιστα, αυξανόμενοι, προκειμένου να αποφεύγεται η εγκατάλειψη και να γίνεται πιο ανθρώπινη η ζωή των γηρατειών. Για να γίνει, όμως, κάποιος δεκτός σ’ αυτούς, χρειάζεται χρήματα, τα οποία, δυστυχώς, δεν τα διαθέτουν όλοι οι ηλικιωμένοι. Άλλωστε, λόγω ανισοκατανομής του πλούτου, λίγοι είναι οι πλούσιοι και οι έχοντες και κατέχοντες, που διαθέτουν γκουβερνάντες, ενώ πολλές απ’ τις συντάξεις είναι πενιχρές και δεν επαρκούν για τη φροντίδα τους. Πέραν τούτου, και αν, ακόμη, διαθέτει κανείς οικονομική άνεση, αυτή από μόνη τους δεν αρκεί, για να καλύψει το κενό, που δημιουργεί η αίσθηση της εγκατάλειψης και η απουσία του ανθρώπινου ενδιαφέροντος και της ζεστασιάς του.
Έτσι, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να βλέπει κανείς μοναχικές παρουσίες γερόντων και γεροντισσών, που επέλεξαν ή προέκυψε στη ζωή τους ο εργένικος βίος, να βιώνουν όχι μόνο την απόλυτη μοναξιά, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, αλλά και τη στέρηση της αναγκαίας φροντίδας, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Το κακό, ωστόσο, είναι, ότι τέτοιες καταστάσεις τις βιώνουν στις μέρες μας και παντρεμένοι με παιδιά, αφού όχι μόνο ακολουθείται από πολλούς η συνταγή του "μακριά και αγαπημένα", αλλά και γιατί η ρήξη στις σχέσεις γονέων και παιδιών αποτελεί συνηθισμένη υπόθεση για πολλούς και ποικίλους λόγους. Όπως και να το κάνουμε, όμως, είναι τυχεροί εκείνοι, και είναι οι περισσότεροι, που παίρνουν την απόφαση να κάνουν οικογένεια, έχουν το σπιτάκι τους και ζουν με το έτερο ήμισυ στηρίζοντας ο ένας τον άλλο ως τα βαθιά γεράματα. Είναι, όμως, πιο τυχεροί εκείνοι, που τα παιδιά τους, ειδικά, όταν φεύγει ο ένας απ’ τους δύο, του ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού τους και τον γηροκομούν τα ίδια ή αναλαμβάνουν τα επιπλέον έξοδα του οίκου ευγηρίας, έστω, για να δείξουν το ενδιαφέρον τους και να γλυκάνουν τον πόνο του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, αντιλαμβάνεται κανείς, ότι ο γάμος αποτελεί τη γέφυρα, που μπορεί να μικρύνει το χάσμα των γενεών και να οδηγήσει στην ενότητα των ανθρώπων, που τόσο πολύ τη χρειάζεται η κλυδωνιζόμενη ανθρωπότητα. Γι’ αυτό, παρά τις δυσκολίες του γάμου, δεν πρέπει να ξεχνούν οι νεότεροι, δύο ρήσεις του θυμόσοφου λαού μας, εκ των οποίων η, μεν, πρώτη λέει το περίφημο εκείνο, "εδώ, που είσαι, ήμουνα και, εδώ, που είμαι, θα 'ρθεις", ενώ η δεύτερη, "βάστα με να σε βαστώ, ν’ ανεβούμε το βουνό".
Από τον Κώστα Γιαννούλα