Τα Σχέδια Διαχείρισης, θα αποτελέσουν έναν «οδικό χάρτη», ένα σύνολο βημάτων που θα οδηγούν στη λήψη αποφάσεων για τη διαμόρφωση πολιτικής για το νερό. Είναι προφανές ότι η κατεύθυνσή τους, ο χρόνος αλλά και οι προϋποθέσεις υλοποίησής τους, θα επηρεάσουν τόσο το περιβάλλον, όσο και την ανάπτυξη της Θεσσαλίας. Αυτό υποστηρίζει η ΕΔΥΘΕ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της «ΕτΔ» για το τι ακριβώς είναι και ποια η σημασία των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) για το μέλλον της Γεωργίας στη Θεσσαλία, αλλά και γενικότερα.
Πιο συγκεκριμένα:
Ερώτηση «ΕτΔ»:
Τι ακριβώς είναι τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ), ποια είναι η σημασία τους για τη Θεσσαλία και τι επιδιώκουν; Θεωρείτε ότι τα ΣΔΛΑΠ δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Γεωργίας στο μέλλον και ποιες είναι οι προοπτικές της Γεωργίας;
Απάντηση ΕΔΥΘΕ:
Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/60 στο εσωτερικό μας δίκαιο και η υλοποίηση των ΣΔΛΑΠ για πρώτη φορά το 2014 με την 1η αναθεώρησή τους το 2017, μας δίνουν τη δυνατότητα να αποκτήσουμε υδατική πολιτική και να εκσυγχρονίσουμε τα συστήματα διαχείρισης των υδατικών μας πόρων. Τα Σχέδια Διαχείρισης είναι ένα προηγμένο εργαλείο αναμόρφωσης του πλαισίου διαχείρισης των νερών και ταυτόχρονα ένα χρήσιμο πεδίο συζήτησης και συνεννόησης μεταξύ επιστημόνων πολλών ειδικοτήτων, χρηστών νερού, φορέων και Πολιτείας.
Κρίσιμοι τομείς της οικονομίας και του περιβάλλοντος (πόσιμο νερό, ενέργεια-ΥΗΕ, γεωργία-αρδεύσεις, κ.ά.) θα εξαρτώνται τις επόμενες δεκαετίες, από τα Σχέδια αυτά.
Στη Θεσσαλία μάλιστα, όπου το 90% του νερού καταναλώνεται στις αρδεύσεις, για να λύσουμε τα σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση των υδατικών πόρων και να επιτύχουμε μέχρι το 2026 την «καλή κατάσταση» όλων των υδάτων, όπως προβλέπεται στην Οδηγία 2000/60, είναι επιτακτική η ανάγκη στρατηγικής διαχείρισης, που θα συνδέει επιτέλους την αγροτική πολιτική με την υδατική πολιτική. Με λίγα λόγια, τα Σχέδια θα αποτελέσουν έναν «οδικό χάρτη», ένα σύνολο βημάτων που θα οδηγούν στη λήψη αποφάσεων για τη διαμόρφωση πολιτικής για το νερό. Είναι προφανές ότι η κατεύθυνσή τους, ο χρόνος, αλλά και οι προϋποθέσεις υλοποίησής τους, θα επηρεάσουν τόσο το περιβάλλον, όσο και την ανάπτυξη της Θεσσαλίας.
Στα των ΣΔΛΑΠ, περιγράφονται κάποια «Εναλλακτικά Σενάρια προσέγγισης των εξελίξεων της Γεωργίας», ταυτόχρονα με σενάρια διαθεσιμότητας νερού. Όμως σήμερα που ο πρωτογενής τομέας, έχει τις δυνατότητες να συμβάλλει στην αυτάρκεια διατροφικών προϊόντων, δημιουργώντας ταυτόχρονα και προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση, η απουσία μακροπρόθεσμης πολιτικής από πλευράς Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι δυστυχώς αισθητή και εμφανής. Παρόλα αυτά και στα των ΣΔΛΑΠ, αλλά και από πολλούς επιστημονικούς χώρους (Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Ιδρύματα, στελέχη της Διοίκησης, κ.ά.), έχουν διατυπωθεί πολλές και αξιόλογες απόψεις για το μέλλον της Γεωργίας στη χώρα μας και ειδικότερα στη Θεσσαλία. Δυστυχώς έως σήμερα ολόκληρος ο τομέας κινείται «αυτόματα» χωρίς στρατηγική και χωρίς προσανατολισμό, κάτι που πρέπει άμεσα να αλλάξει. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για τις επόμενες δεκαετίες, είναι δεδομένη η ανάγκη χρήσης σημαντικών υδατικών πόρων στην μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας, για την προστασία του περιβάλλοντος, την κάλυψη διατροφικών αναγκών και τη μείωση εισαγωγών κτηνοτροφικών κ.ά. προϊόντων.
Καθοριστικός παράγοντας για να συνεχίσουν να καλλιεργούν και στο μέλλον οι Θεσσαλοί καλλιεργητές και να αναπτυχθεί η Γεωργία, είναι η εξασφάλιση νερού. Η ολοκλήρωση συνεπώς των έργων της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο στη Θεσσαλία, είναι μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις για την ομαλή υλοποίηση των Σχεδίων Διαχείρισης. Θυμίζω ότι η μεταφορά νερού από τον Αχελώο, είναι μία επιλογή της Πολιτείας από το 1996, συζητήθηκε στην ελληνική Βουλή και εξακολουθεί να ισχύει, ανεξάρτητα από τις όποιες νομικές αμφισβητήσεις, που αφορούν προσφυγές κατά ορισμένων περιβαλλοντικών όρων.
Για την ΕΔΥΘΕ: Κ. Γκούμας, γεωπόνος, πρώην διευθυντής της ΥΕΒ και πρώην πρόεδρος του τοπικού ΓΕΩΤΕΕ
Ακτινιδιά: Μια πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια
Από τον Χρίστο Τσαντήλα*
Αυτές τις μέρες γίνεται η συλλογή των καρπών της ακτινιδιάς, μιας καλλιέργειας με μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα συνολικά και ιδιαίτερα για την περιοχή της Λάρισας. Αξίζει λοιπόν μια συνοπτική αναφορά στην πορεία της στον διεθνή και στον ελληνικό χώρο, στη διατροφική αξία των καρπών της, στις εδαφοκλιματικές και καλλιεργητικές απαιτήσεις της, στην οικονομική σημασία της για τους ακτινιδιοπαραγωγούς και την εθνική οικονομία, καθώς και τις προοπτικές της. Στο άρθρο αυτό γίνεται μια σύντομη παρουσίαση της θέσης που κατέχει η καλλιέργεια της ακτινιδιάς στον διεθνή και εθνικό χώρο, με στόχο να αναδειχθεί η προοπτική της.
Συμμετείχα στο τελευταίο διεθνές συνέδριο για την ακτινιδιά, που έγινε στην Πορτογαλία το 2017, όπου διαπίστωσα με μεγάλη ικανοποίηση ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων παραγωγών χωρών ακτινιδίων του κόσμου. Από τα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν εκεί, προκύπτει ότι την περίοδο 1987-1990 η Ελλάδα ήταν η 6η χώρα στην κόσμο παράγοντας 11.725 τόνους και την περίοδο 2013-2016 πέρασε στην 5η θέση ξεπερνώντας τη Γαλλία, έχοντας αυξήσει την παραγωγή στους 160.933 τόνους. Η Κίνα, από μηδενική παραγωγή που είχε την πρώτη περίοδο, έγινε πρώτη παραγωγός χώρα στη δεύτερη περίοδο, παράγοντας 2.43 εκατ. τόνους. Οι χώρες που προηγούνται της Ελλάδας σε παραγωγή ακτινιδίων είναι, εκτός από την Κίνα, η Ιταλία, η Νέα Ζηλανδία και η Χιλή. Η Ελλάδα βρίσκεται στις πέντε πρώτες χώρες που παράγουν το 93% ή στις δέκα πρώτες χώρες που παράγουν το 99% της παγκόσμιας παραγωγής ακτινιδίων, η οποία υπολογίζεται σε 3.70 εκατ. τόνους περίπου (στοιχεία 2017). Σήμερα με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2018) στην Ελλάδα καλλιεργούνται 104.000 στρ. με 6.1 εκατ. δέντρα ακτινιδιάς, που παράγουν συνολικά 256.140 τόνους ακτινιδίων. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν τη μεγάλη δυναμική της καλλιέργειας, η οποία επεκτείνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς, αφού σε μόλις 2-3 χρόνια η παραγωγή αυξήθηκε κατά 95.000 τόνους (στοιχεία 2018).
Σε ό,τι αφορά την κατανομή της καλλιέργειας στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του πίνακα, φαίνεται ότι ο κύριος όγκος της παραγωγής προέρχεται από την Κεντρική Ελλάδα (45% περίπου), ακολουθώντας η Ήπειρος με 28%, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 17%, η Θεσσαλία (περίπου 5%) και με χαμηλότερα ποσοστά η Στερεά και Δυτική Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, οι κυριότερες περιοχές παραγωγής είναι η Πιερία, η οποία παράγει το 31% της συνολικής παραγωγής της χώρας, η Άρτα που παράγει το 26% περίπου, η Καβάλα με ποσοστό παραγωγής 13% και ακολουθεί η περιοχή του Ν. Λάρισας (Δέλτα Πηνειού) με ποσοστό 4.3% της συνολικής παραγωγής της χώρας. Σημειώνεται ότι η φετινή χρονιά φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την καλλιέργεια, τόσο σε ό,τι αφορά την απόδοση όσο και την τιμή του προϊόντος.
Σε ό,τι αφορά την έκταση που καλύπτει η καλλιέργεια της ακτινιδιάς, αναφέρεται ότι στο σύνολο της χώρας αυτή ανέρχεται σε 104.000 στρ. περίπου κατανεμόμενη κατά 52% στην Κεντρική Μακεδονία, 20% στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, 17% στην Ήπειρο, 5% στη Θεσσαλία και το υπόλοιπο της περιοχές της χώρας. Στην περιοχή της Θεσσαλίας οι εκτάσεις αυτές κατανέμονται κατά 92% στον νομό Λάρισας (Δέλτα Πηνειού) και το υπόλοιπο στη Μαγνησία και στα Τρίκαλα. Σημειώνεται ότι η περιοχή Δέλτα Πηνειού, προσφέρει κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την καλλιέργεια, καλής ποιότητας εδάφη, επαρκείς ποσότητες νερού και ήπιο κλίμα. Χρειάζεται όμως καλύτερη οργάνωση στη διαχείριση του νερού και των αγροχημικών που χρησιμοποιούνται και κυρίως εκσυγχρονισμός του αρδευτικού δικτύου. Επιπλέον σημειώνεται η σημαντική πρόοδος που έχει γίνει στην οργάνωση των παραγωγών. Έχουν ήδη δημιουργηθεί και αναπτύσσονται δύο συνεταιρισμοί (Αγροτικός Συνεταιρισμός Πυργετού, Αγροτικός Συνεταιρισμός Καρίτσας-Στομίου–«Καρποί Κισσάβου»), οι οποίοι συμβάλλουν σημαντικά στην καλύτερη οργάνωση της παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, ερευνητής,
πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).