Ο Δημήτριος (Δημητρούλης) είναι ένας από τους 3 γιους του Γεωρ. Σβαρτς. Τον έστειλε χαιρετίσματα ο θείος του Ιωάννης Δημ. Σβαρτς, στην επιστολή του από τη Βιέννη (29.10.1792) προς τον αδελφό του Γεώργιο: «Χαιρέτα μου (…) και [τον] Διμίτρι ανεψιόν μου εκ μέρους μου». Ο Αθανάσιος Οικονόμου, σε μία επιστολή του, από τη Βιέννη (11.6.1798) πληροφορεί τον Γεώρ. Σβαρτς ότι «διά τα βιβλία του Δημητρούλη έγραψα εις Λήψιαν διά να ψωνισθούν». Αυτό σημαίνει ότι παρακολουθούσε μαθήματα ανώτερου επιπέδου στο σχολείο των Αμπελακίων. Στις 17.8.1803 έγραψε, από τις Μηλιές του Βόλου, στη μητέρα του ότι αναχωρεί για τη Βιέννη μέσω της Σμύρνης, όπου θα μείνει μία εβδομάδα. Τον Μάρτιο του 1805 βρισκόταν στην Τεργέστη, στο σπίτι κάποιου φίλου τού γαμπρού της οικογένειας Ιωάννη Χατζηκώνστα. Στην επιστολή την οποία έστειλε από εκεί στους γονείς του, στα Αμπελάκια, αναφέρει ότι ο δάσκαλός του Γρηγόριος Κωνσταντάς αποφάσισε να μεταβούν τον Απρίλιο στη Βιέννη, επειδή η Τεργέστη ήταν ακριβή πόλη. Στη Βιέννη θα τον αφήσει στο σπίτι του θείου του Δρόσου.
Ο Δημήτριος, μέχρι το 1804, συμμετείχε στην εταιρεία Δροσινός Χατζηίβου, Σβαρτς και Συντροφία. Το 1805, ως Χατζη-Δημήτρης Σβαρτς, έγινε μέλος της τρίτης κοινής συντροφίας. Σε μία επιστολή, από τη Βιέννη (24.2.1805) προς τον πατέρα του, στέλνει χαιρετίσματα στις αδελφές του και στους γαμπρούς του, Αναστάσιο Σολωμό και Ιωάννη Χατζηκώστα. Λυπείται διότι ο γαμπρός τους Αναστάσιος Σολωμός δεν συμμετέχει στην τρίτη κοινή συντροφία.
Με εντολή του πατέρα του αναχώρησε, στις 21.7.1806, από τη Βιέννη για την Τεργέστη, για να τελειοποιήσει τη γνώση της ιταλικής γλώσσας. Ο Ιωάννης Χρόνια Δροσινός, σε μία επιστολή του (25.7.1806) προς τον Γεώρ. Σβαρτς, έχει τη γνώμη ότι ο Δημήτριος πρέπει να επιστρέψει στα Αμπελάκια με τον Δροσινό και τον Μιχαήλ Γερονίκο. Αναφερόμενος σ’ αυτόν έγραψε: «Εγώ τον εφύλαξα ωσάν τον υιόν μου. Ο υιός σου μήτε πορνοστάσια ηκολούθησεν, μήτε χορούς έμαθε, μήτε κακές συναναστροφές έλαβεν (…)»!
Στις 4.9.1806 αναχώρησε με πλοίο από την Τεργέστη για την Κωνσταντινούπολη ή για κάποιο νησί του Αιγαίου, όπως αναφέρει σε μία επιστολή του, από τη Βιέννη (23.9.1806), ο Ιωάννης Χρόνια Δροσινός προς τον Γεώρ. Σβαρτς.
Σε μία επιστολή του, από τα Αμπελάκια (10.12.1806), απαντώντας στον φυλακισμένο πατέρα του, ο Δημήτριος αναφέρει ότι πήγε στο πανηγύρι όχι επειδή χάρηκε που είναι φυλακισμένος ο πατέρας του στα Ιωάννινα, αλλά επειδή τον παρακίνησαν οι δικοί τους. Δεν ξόδεψε καθόλου χρήματα, ούτε της οικογένειας, ούτε δικά του. Ξέρει ότι γεννήθηκε φτωχός. Παραπονιέται που τον καταφρονούν και τον μεταχειρίζονται σαν παιδί 4 χρόνων. Με τον Παπαθεοδώρου του έστειλε, προχθές, τη φλοκάτη που ζήτησε και το κοντό αντερί του. Τέλος, στην επιστολή αυτήν του μεταφέρει ειδήσεις από την Κεντρική Ευρώπη. Σε μία άλλη επιστολή του (18.1.1807) έγραψε στον πατέρα του: «Παρακαλούμεν τον Θεόν οπού διά να σας ελευθερώση και διαφυλάξη από κάθε ενάντια και μεγαλύτερα κακά (…). Εχθές έφθασεν ο Μιχάλης οπού αυτού σας υπηρετούσε. Ήλθε και εις το σπίτι μας και είπε την μητέρα, αφού διά πρώτα επήγεν εις την Χατζαρσένινα ότι είσθε εις την φυλακήν με την άλυσσον εις τον λαιμόν. Τον κυρ Αρσένην τον πονούν τα ομάτια».
Στις 14.3.1819 ο Δημήτριος ζήτησε με αίτησή του να πρωτοκολληθεί η προσωπική του εταιρεία. Την άνοιξη του 1821 βρισκόταν στη Λάρισα. Στις 18.3.1821 του έστειλε μία επιστολή, από τα Αμπελάκια, μαζί με τον θείο του Δρόσο, ο Πολυχρόνης Κομνηνός, ο οποίος τον αποκαλεί, στο τέλος, ανεψιό. Ο Κομνηνός αναφέρει ότι έλαβε χθες την επιστολή του Δημήτρη και στενοχωρήθηκε πολύ για τη δυστυχία που τον βρήκε.
Βέης, 42/23.1.1944, 60/6.2.1944, 125/2.4.1944, 144/19.4.1944 Γεωργίου 1950, 24, 43, 52, 85· Κατσιαρδή, 233-234.