Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, καθώς δυσαρέσκεια προς τους πολιτικούς ηγέτες είχε εκφραστεί ήδη κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου στο πλαίσιο της Ελληνικής Επανάστασης, όταν το πλήθος των επαναστατημένων Ελλήνων είχε ταχθεί αναφανδόν με το μέρος των στρατιωτικών αποστρεφόμενο τους πολιτικούς.
Πράγματι, η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν φάνηκε αποτελεσματική να πείσει όλους τους Έλληνες για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού σε μια περίοδο οριακή για τη μελλοντική τροπή της πανδημίας και την προοπτική ανάσχεσής της. Το γεγονός αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη διά νόμου επιβολή της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών με την αναστάτωση που αυτή επέφερε στο δημόσιο βίο και ιδιαίτερα σε νευραλγικούς τομείς του.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να υποτιμά κανείς το «συμπαγές μέτωπο» που οικοδόμησαν ετερόκλητα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από τον όγκο και τη δυναμική τους, προκαλώντας το κοινό αίσθημα, όπως αποτυπώθηκε στις πρόσφατες διαδηλώσεις των αντιεμβολιαστών. Επιπλέον, κάποια πολιτικά κόμματα και φορείς λειτούργησαν στην περίπτωση αυτή ως «δούρειοι ίπποι» μισοκλείνοντας το μάτι στους αρνητές του εμβολίου και υπονομεύοντας τη συλλογική προσπάθεια στο βωμό του εφήμερου πολιτικού κέρδους και της σκοπιμότητας.
Γενικότερα, προσπερνώντας κανείς το ζήτημα των εμβολιασμών που παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, το ρήγμα ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες-ελίτ και τους κυβερνώμενους στη χώρα μας εξακολουθεί να υφίσταται και μάλιστα αντί να αμβλύνεται, βαθαίνει. Σπάνια οι Έλληνες αναφέρονται με τρόπο επαινετικό σε πράξεις των πολιτικών ηγετών τους, ακόμη κι αν αυτές έχουν απόλυτα θετικό πρόσημο και στοχεύουν στη βελτίωση της ζωής του μέσου πολίτη. Σχεδόν παντού ο πολίτης ανευρίσκει «ψεγάδια» και ασκεί αρνητική κριτική.
Προφανώς και οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι άμοιρες ευθυνών για τη διαμόρφωση μιας τόσο αρνητικής, ή έστω επιφυλακτικής, στάσης από την πλευρά των πολιτών για τα «έργα και τις ημέρες» τους. Ο κομματισμός, οι πελατειακές σχέσεις και οι λοιπές παθογένειες του δημόσιου βίου που παγιώθηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης κλόνισαν έτι περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στο κράτος, απέναντι σε οποιοδήποτε πολιτικό σχηματισμό καταλάμβανε την εξουσία. Δυστυχώς, οι όποιες προσπάθειες έγιναν για την άρση των περιορισμών του μετεμφυλιακού κράτους στην Ελλάδα την παραπάνω περίοδο προσέκρουσαν σε νέα εμπόδια.
Το δυστύχημα είναι ότι για να προχωρήσει η χώρα προς τα μπρος ώστε να επιτευχθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός της απαιτείται η εξασφάλιση έστω στοιχειώδους εμπιστοσύνης ανάμεσα στους κυβερνώμενους και τους κυβερνώντες. Αρκετές ευκαιρίες χάθηκαν στο παρελθόν, με συνέπεια η Ελλάδα να βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας (αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση για το ασφαλιστικό που εάν εφαρμοζόταν, θα προλάβαινε δυσμενείς εξελίξεις στον τομέα αυτό….).
Η ελληνική πολιτεία και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να πείσουν έμπρακτα τον ελληνικό λαό για τις «αγαθές προθέσεις» και την αποτελεσματικότητά τους παραμερίζοντας το πολιτικό κόστος και επιδιώκοντας στο μέτρο του δυνατού τη συναίνεση. Από την άλλη πλευρά, ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας οφείλει να απορρίψει αρνητικές και αντιδραστικές συμπεριφορές προτάσσοντας το καλό του κοινωνικού συνόλου έναντι του ατομικού.
Από τον Βασ. Πλατή,
φιλόλογο-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.