ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Δημοσίευση: 23 Αυγ 2021 18:05

Το τέλος της Αρετής


Ετσι είχε γεννηθεί, με ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι που ξεκινούσε δίπλα και κάτω από τα χείλια, ανέβαινε στο μάγουλο ανοίγοντας σαν βεντάλια που έφτανε μέχρι το μέτωπο και το αυτί. Όταν πρωτοείδε το μωρό η μαμή σάστισε, αλλά για να μη χάσει το παραπάνω μπαχτσίσι από τον πατέρα, γρήγορα σηκώνοντάς το στον αέρα φώναξε «καλότυχο, καλότυχο! Ο Θεός το σημάδεψε με καλοτυχία». Φευ! Μόνο καλότυχη δεν ήταν η μικρή Αρετή… Μεγαλώνοντας έμαθε να περπατάει πάντα σκυμμένη, να κρύβει το σημάδι με διάφορα τεχνάσματα, αλλά ποτέ δεν έπαψε να είναι στόχος των άλλων παιδιών. Ίσως γι’ αυτό η Αρετούλα δεν συνέχισε στο Γυμνάσιο, αν και ήταν καλή στα γράμματα και ο δάσκαλος πίεζε τον πατέρα της να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να συνεχίσει η μικρή το σχολείο. Αλλά με τι καρδιά να τη στείλει στο Γυμνάσιο όταν έβλεπε ότι με το που γύριζε έβαζε για ώρες πολλές τα κλάματα. Ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει ακόμα λίγο και να κοιτάξει να την παντρέψει. Κι αυτό όσο το σκεφτόταν τόσο αγχωνόταν, ποιος θα την έπαιρνε έτσι σημαδεμένη και με ελάχιστη προίκα. Το προξενιό δεν άργησε να έρθει. Το έκανε η μαμή που την έβγαλε στον κόσμο, ένας ξάδερφός της ήταν ο γαμπρός, ναυάγιο της ζωής, ντροπή στο σόι λέγανε, ήλπιζαν ότι αν παντρευόταν θα νοικοκυρευόταν.
***
Δεκαέξι ετών ήταν όταν παντρεύτηκε η Αρετή τον σχεδόν σαραντάχρονο Μανώλη. Γνωστός ήταν στα πέριξ ο γαμπρός. Δύσκολος χαρακτήρας, δύστροπος και πολύ ευέξαπτος. Δεν υπήρχε πανηγύρι που να μην τελειώσει με καβγά που έστηνε ο ίδιος, κι όταν ζόριζαν τα πράγματα κράδαινε ένα μαχαίρι που το είχε πάντα κρεμασμένο στον λαιμό του σα φυλαχτό. Συμφώνησε ο πατέρας της Αρετούλας με τον γαμπρό να το πάρει το κορίτσι κι αντί για προίκα να τους αγοράσει ένα σπίτι στην πόλη για να κάνουν ένα καινούργιο ξεκίνημα. Ο Μανώλης μπας και βρει καμιά δουλειά και να αφήσει τα πάθη πίσω του κι η Αρετούλα με το σημάδι της να χαθούν στο πλήθος και την ανωνυμία. Ευλογημένη ήταν η κοιλιά της και με την πρώτη ένωση έμεινε έγκυος. Δεν διανοήθηκε ούτε για μια στιγμή όμως να αφήσει τον άντρα της απεριποίητο, να μην του πλύνει και να μην του σιδερώσει τα ρούχα. Τι κι αν κάθε φορά που έσκυβε ήθελε να βγάλει τα σωθικά της, τι κι αν ο άντρας της φανέρωνε κάθε τόσο τον δύσκολο χαρακτήρα του. Άντρας είναι, πρέπει να ξεσπάσει, έτσι είχε μάθει από το σπίτι της.
Γέννησε η Αρετούλα, ένα κοριτσάκι, ευτυχώς αυτό δίχως σημάδι, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Μανώλης πικραίνοντάς τη μέχρι τα κατάβαθά της. Σχεδόν 17 ήταν η Αρετή, εφηβεία δεν γνώρισε, έγινε κατευθείαν γυναίκα, ένα νοικοκυριό μόνη της κρατούσε, αφού για τον Μανώλη υπήρχε μόνο ο εαυτός του κι η καλοπέρασή του, μόνο όταν επέστρεφε αργά μεθυσμένος τη θυμόταν, την πλάκωνε, άδειαζε μέσα της, της γυρνούσε πλευρό και κοιμόταν σκορπώντας τη δυσωδία του αλκοόλ σ’ όλο τον χώρο. Μηνών ήταν η μικρή της όταν αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά η Αρετή. Σκάλες καθάριζε από τα αχάραγα για να γυρίσει εγκαίρως στο σπίτι να μαγειρέψει στον Μανώλη, γιατί αν ερχόταν και δεν έβρισκε φαγητό αλίμονό της. Όλο ότι ήταν απρόσεχτη και ότι χτυπάει στις γωνίες από τα έπιπλα έλεγε, όταν τη ρωτούσαν για τις μελανιές στα μπράτσα της. Και μετά την πρώτη κόρη, ακολούθησε κι άλλη. Δύο κόρες -μία που άρχιζε να περπατάει, η άλλη βυζανιάρικη-, δουλειά που σταμάτησε μόλις τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης μετά την εντολή του γιατρού όταν πήγε στο νοσοκομείο με αίμα, και φυσικά ο Μανώλης. Που τον τελευταίο καιρό έκανε κάθε μέρα μπάνιο κι άλλαζε συχνά-πυκνά βρακί. Το είχε μυριστεί η Αρετή ότι είχε κι άλλη, αλλά ούτε και την ένοιαζε. Ίσα ίσα χαιρόταν που δεν έπρεπε να υπομένει ούτε αυτόν στο κρεβάτι της, ούτε και τα βίαια ξεσπάσματά του. Ευτυχώς έλεγε που χτυπούσε μόνο την ίδια και καθόλου τα κορίτσια. Και μια νύχτα που δεν επέστρεψε καθόλου στο σπίτι, βίωσε τη μεγαλύτερη χαρά που είχε νιώσει ποτέ της. Η παραμονή του «Μάνου» -έτσι τον φώναζε η λεγάμενη- στο σπίτι τους έγινε όλο πιο αραιή, μετακόμιζε σιγά σιγά. Όχι ότι θα έλειπε από την Αρετή κι από τα κορίτσια, δόξα τον Θεό έφταναν τα λεφτά που έβγαζε και είχαν την ηρεμία τους.
***
Η ευτυχία τους δεν κράτησε όμως για πολύ. Ένα βράδυ που γυρνούσε ο Μανώλης τύφλα στο νέο του σπίτι γκρεμοτσακίστηκε σε κάτι σκαλιά, έσπασε λεκάνη, χέρια, πόδια, το σαγόνι του, τα κόκαλα στα μάγουλα. Τρεις μήνες έμεινε ακίνητος στο νοσοκομείο και με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Θέαμα να γελάς και να κλαις ήταν, ο Μανώλης ο μάγκας, να είναι σαν μούμια της Αρχαίας Αιγύπτου. Κι όταν βγήκε από το νοσοκομείο στηριγμένος σ’ ένα μπαστούνι και με το πρόσωπό του παραμορφωμένο τράβηξε για το νέο του σπίτι. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ένας τύπος, ε δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει τι έγινε, άνθρωπος της πιάτσας ήταν. Κι έφυγε.
Με την ουρά στα σκέλια και στηριγμένος στο μπαστούνι γύρισε στην Αρετή. Του άνοιξε χωρίς να πει κουβέντα. Του έστρωσε το τραπέζι, τον βοήθησε να βγάλει τα ρούχα και να πλυθεί. Και έτσι άρχισαν να ξαναζούν μαζί. Διαφορετικός ήταν ο Μανώλης τον πρώτο καιρό, έμενε σπίτι, μιλούσε με τις κόρες του, μέχρι που μπορούσες να πεις ότι νοιαζόταν κιόλας. Λίγο καιρό κράτησε αυτό το προσωπείο, άρχισε πάλι να γίνεται δύστροπος, δυο φορές χειρότερος γινόταν όταν αντίκριζε στον καθρέφτη το παραμορφωμένο του είδωλο. Έβριζε τότε την Αρετή ότι αυτή έφταιγε που χάλασε το πρόσωπό του, την κατηγορούσε ότι του έκανε μάγια γιατί τον ζήλευε και ήθελε να είναι κι αυτός σημαδεμένος.
Εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει από νωρίς να πίνει. Έπινε και την καταριόταν. Ούτε που τον ένοιαζε που ήταν τα κορίτσια μπροστά και τον κοιτούσαν. Του είπε να σωπάσει, να κοιμηθούν τα κορίτσια πρώτα. Αυτός συνέχισε με μεγαλύτερη ορμή. Πήρε τα κορίτσια και τα πήγε στο δωμάτιό τους. Στάθηκε απέναντί του και του ζήτησε ήρεμα να φύγει. Να φύγει και να μην τον ξαναδεί ποτέ στα μάτια της. Δεν την νοιάζει τι θα γινόταν. Το είπε και το έβγαλε από μέσα της. Αυτός έβαλε το χέρι του στο στέρνο του και ψηλάφισε το μαχαίρι, το έπιασε, το ξεγύμνωσε και της φώναξε να το βουλώσει. Από το σπίτι του δεν θα τον έδιωχνε κανείς. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε στο αυτί ότι προσευχόταν κάθε βράδυ στα επόμενα σκαλιά που θα έπεφτε να μην ξανασηκωνόταν ποτέ.
Κατακόκκινη τράβηξε τη λεπίδα από το σώμα της Αρετής και την ξαναέμπηξε με δύναμη πολλές φορές στο στήθος της. Έκατσε στην καρέκλα αποκαμωμένος και ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Έκανε το χρέος του ως άντρας. Νόμιζε.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
tharampa@gmail.com

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΣΠΑ

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass