Τοποθετούνταν στη ράχη του ζώου για τις διάφορες δουλειές των νοικοκυραίων των χωριών. Κατασκευάζονταν από ειδικούς ανθρώπους, τους λεγόμενους «σαμαράδες».
Φρόντιζε ο πρόεδρος του χωριού και σε συνεννόηση με όλους τους κατοίκους, την ημέρα που θα ερχόταν ο τεχνίτης «σαμαράς» και έφερναν και τοποθετούσαν στη σειρά στην πλατεία και σε συγκεκριμένο σημείο (κάτω από τον μεγάλο πλάτανο για ίσκιο), είτε τα ζώα που ήθελαν καινούργιο σαμάρι, είτε τα σαμάρια που ήταν για επισκευή. Τα θυμάμαι σαν τώρα και πού να ξέραμε τότε πόσο σπάνιες και συλλεκτικές θα εξελίσσονταν αυτές οι εικόνες των παιδικών μας χρόνων.
Η τέχνη του σαμαριού ήταν δύσκολη, γιατί αν ένα ζώο φορτωνόταν με λάθος σαμάρι, θα πληγωνόταν και θα γινόταν δύστροπο, οπότε την επόμενη φορά που θα προσπαθούσε να το φορτώσει ο ιδιοκτήτης του, θα ήταν ανυπάκουο και θα αρνιόταν γιατί ήξερε ότι θα πονέσει. Γι’ αυτό και χρειαζόταν εμπειρία, γιατί το κάθε σαμάρι ήταν μοναδικό και αφορούσε το κάθε ζώο ξεχωριστά. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά, και αναφέρομαι στα ξύλινα μέρη, που θα χρησιμοποιούσε ο σαμαράς, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος και συνήθως τα είχε έτοιμα από πριν, γιατί όταν ερχόταν στο χωριό, δεν είχε τις δυνατότητες να τα φτιάχνει εκεί, απλώς προσάρμοζε την τεχνική του κυρίως στο στρώμα και στα υπόλοιπα εξαρτήματα του σαμαριού και του ζώου. Τυραννιόταν πολύ να το φτιάξει και του έπαιρνε μια βδομάδα τουλάχιστον το κάθε σαμάρι.
Πρώτη ενέργειά του ήταν να πάρει τα μέτρα στο ζώο, όλα τα υπόλοιπα θα έρχονταν με τη σειρά τους. Με το έμπειρο όμως μάτι του υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε από το φτιάξιμο του «μπροσταριού» (το μπροστινό δηλ. μέρος του σαμαριού) και μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του «πισταριού» (το πίσω μέρος του) σε ανάλογο μέγεθος με το μπροστάρι. Στη συνέχεια ακολουθούσε η σύνδεση, δηλαδή τοποθετούσε τις λεγόμενες «δόγες» (ήταν τα συνδετήρια ξύλα, τα οποία περνούσε μέσα από τις τρεις τρύπες που υπήρχαν στο κομμάτι του μπροσταριού και στις τρεις του πισταριού, για να ενώσει ολόκληρο το σαμάρι). Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη του ζώου έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνεται. Εδώ ακριβώς και σε αυτήν την εργασία χρειαζόταν ο «καλός μάστορας» να βάλει όλη την τέχνη του, το μεράκι του και την προσοχή του, γιατί ήταν το «κοστούμι του ζώου». Γι' αυτό είχε βγει στο χωριό και λεγόταν κι η παροιμία "θέλει μυαλό και γνώση, του σαμαριού η στρώση".
Το στρώμα φτιαχνότανε από σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά. Η γέμισή του ήταν από στάχυα (άχυρο) βρώμης και βρύζας. Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι, το κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, γιατί ήταν πιο ανθεκτικό και για να προστατεύεται από τη βροχή. Το σαμάρι στερεωνόταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σκληρό δέρμα. Οι λουρίδες άρχιζαν από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Η σφίχτρα (η ζώνη δηλαδή) έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά, για να μην πέφτει. Ακόμα έφτιαχνε και το καπίστρι από δερμάτινες λουρίδες, που τις τοποθετούσαν στο κεφάλι του ζώου, για να το σέρνει και να το κατευθύνει ο ιδιοκτήτης του.
Μετά την απομάκρυνση από τα χωριά και την αστικοποίηση, το επάγγελμα του σαμαρά πάει προς τον οριστικό του αφανισμό, παίρνοντας μαζί του μιαν άλλη εποχή και όλους εκείνους τους τεχνίτες που «κεντούσαν» με τα φτωχά εκείνα εργαλεία που είχαν στα χέρια τους. Αυτοί οι μεροκαματιάρηδες, που έφερναν «έξω από την πόρτα μας», με ένα μεγάλο χαμόγελο, όλα αυτά «τα έργα τέχνης της εποχής», παραμένουν σαν οι ήρωες της καθημερινότητάς μας και της απλής χωριάτικης ζωής μας.
Τα περισσότερα τότε αντικείμενα, έπρεπε να επισκευάζονται (δεν υπήρχε η σημερινή οικονομική δυνατότητα) και να ξαναχρησιμοποιούνται. Όλα ήταν διαφορετικά και υπήρχε αγάπη στον κάθε κάτοχο, όχι μόνο για το κάθε απόκτημα, αλλά και για την ίδια την εργασία. Και μπορεί σήμερα η σύγχρονη τεχνολογία, να αντικατέστησε την «παροχή των υπηρεσιών τους» με κάτι άλλο (βλέπε σύγχρονα μέσα μεταφοράς), δεν μπόρεσε όμως να αντικαταστήσει την επαφή και την ανθρώπινη ζεστασιά τους.
Αυτά «τω καιρώ εκείνω». Εμείς σήμερα, μέσα και από την περιγραφή που σας έκανα, επαναφέραμε (θέλω να πιστεύω) και ενεργοποιήσαμε τη μνήμη μας και τα φτωχά, αλλά πολύ ωραία συναισθήματα που η καθεμιά και ο καθένας μας κουβαλάει από τη νιότη του και τη χωριάτικη (και όχι μόνο) ζωή του!
Από τον Γιάννη Γούδα