Στέλνει χαιρετίσματα στη γυναίκα του Βάσιου και στην κόρη τους. Στην ίδια επιστολή αναφέρει και τον θάνατο της μητέρας του, στο σπίτι της οποίας έμενε η γυναίκα του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Σβαρτς σκεφτόταν να φέρει στο σπίτι του την κόρη του Βάσιου. Με αυτήν την ενέργεια συμφωνούσε και ο Χατζηκώστας, διότι είχαν δημιουργηθεί προστριβές με τον αδελφό του Στέργιο. Παρακαλεί τον πεθερό του να του αγοράσει το σπίτι του Τζιάπαλου, το οποίο βρισκόταν στου Χαλκιά τη Βρύση, προσφέροντας, μέσω του ανεψιού του Δημ. Ιω. Σβαρτς, 1.200 γρόσια, ίσως και παραπάνω.
Στις 11.2.1799, με επιστολή του πληροφορεί τον πεθερό του ότι οι δουλειές της συντροφίας δεν πάνε καθόλου καλά στη Βιέννη και γενικά η κατάσταση των μελών δεν ήταν καλή. Με μία άλλη επιστολή του από τη Βιέννη (15.11.1799) αναφέρει στον πεθερό του στα Αμπελάκια ότι είδε τη σύγχυση της συντροφίας τους «και ότι εδιαμεράσθη το οποίον ήθελε γένη μίαν φοράν επειδή και οι ανεψιοί σου τρέφουν κακούς σκοπούς εναντίον σου».
Το 1802 συμμετείχε στη συντροφία Δροσινός Χατζη-Ίβου Σφαρτς και Συντροφία. Σε μία άλλη επιστολή του από τη Βιέννη (25.6.1802) αναφέρει στον πεθερό του ότι τον Σεπτέμβριο θα επιστρέψει στα Αμπελάκια και ζητάει να πληροφορηθεί πώς είναι εκεί η κατάσταση. Στην επιστολή του αυτή διαφαίνεται μία δυσαρέσκειά του για τη γυναίκα του Βάσιου, την οποία κατηγορεί για ανυπακοή. Οι γυναίκες, λέει «έχουν μακριά μαλλιά και κοντήν γνώσιν, μα τόσην γνώσιν έχουν διά να συγχύσουν τους άνδρες και δεν μας φθάνουν τους κακορίζικους τα άλλα τα κακά και από την γυναίκαν από την οποίαν προσμένει τινάς και να ακούση κανέν καλόν να χαρή και από αυτήν ταραχήν (...). Εγώ δεν ζητώ παράνω παρά ησυχίαν και ομόνοιαν από την γυναίκα μου και να με ακούγη εκείνο οπού την λέγω χωρίς ανθίστασιν και ύστερον δίδω την ζωήν μου δι’ αυτήν. Ως τόσον αν θέλη να έχωμεν τα πρώτα, τότες ότι ημπορέσω θέλω κάμει».
Μετά την αναχώρησή του, τον αντικατέστησε ο συνέταιρος Δροσινός Κόμης. Μέχρι το 1804 συμμετείχε στην εταιρεία Δροσινός Χατζηίβου, Σφαρτς και Συντροφία. Την άνοιξη του 1805 βρισκόταν στην Τεργέστη. Εκεί τον επισκέφθηκε ο κουνιάδος του Δημήτριος Γεωρ. Σβαρτς. Το 1805 έγινε μέλος της τρίτης κοινής συντροφίας, αλλά, όπως αναφέρει σε μία επιστολή του από τη Βιέννη (25.7.1806) ο Ιωάννης Χρόνια Δροσινός, δεν είχε υπογράψει στο συμφωνητικό. Σε μία άλλη επιστολή από την Κωνσταντινούπολη (26.3.1806) ο Ίβος Δροσινός αναφέρει ότι ο Ιωάννης Χρόνια Δροσινού και ο Ιωάννης Χατζηκώνστας διόρισαν δικούς τους επιστάτες στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Το 1813, με τους Δρόσο Χατζηζαφειρίδη, Σαρρή Γκαραβέλα και Ι. Μανσόλα ίδρυσαν και διεύθυναν τη δική τους εταιρεία στη Βιέννη, η οποία διαλύθηκε το 1818.
Από τον Κώστα Σπανό,
εκδότη του Θεσσαλικού Ημερολογίου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βέης 18/5.12.1943, 24/12.12.1943, 36/9.1.1944, 102/5.3.1944, 125/2.4.1944· Γεωργίου, 34, 44-45, 46-47, 52· Σειρηνίδου 176-177, 333· Κατσιαρδή, 230, 232, 243.