Η μία στην 28η Οκτωβρίου και η άλλη στο Χατζηγιάννειο. Δυστυχώς οι Έλληνες, σαν φιλαγνωστικό κοινό, μένουμε πολύ πίσω από άλλα κράτη. Οι άνθρωποι των προηγμένων λαών, διαβάζουν ακόμα και μέσα στα λεωφορεία, στα πάρκα, στα σπίτια, παντού. Εμείς όμως χάνουμε τον καιρό μας σε χαζευτήρια, στα τσιπουράδικα, σε ξενύχτια.
Και όμως οι βιβλιοθήκες απ’ τα πολύ παλαιά χρόνια, με πλήθος εκδόσεων, αποτελούσαν εστίες πνευματικής ενασχόλησης.
Πολλοί άνθρωποι των Πανεπιστημίων, των Τεχνών και των Γραμμάτων, αλλά και της αυτομόρφωσης, μανιώδεις και μη αναγνώστες, εκεί αναπτερώνουν το γνωστικό τους γίγνεσθαι, ευχαριστιούνται, απολαμβάνουν, ικανοποιούν κάθε άνθρωπο, που αγαπά τη γνώση, την έρευνα, την πνευματική του ανησυχία. Αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι, που προαναφέραμε, ανεβαίνουν τα σκαλιά της βιβλιοθήκης, με τη λαχτάρα, πως εισέρχονται στον ναό τη γνώσης. Παλαιότερα, που δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες, ή εξ’ αιτίας της αναπαραδιάς μας, ξεπέφταμε στα εφθαρμένα, από χέρι σε χέρι βιβλία. Και γρήγορα γιατί περίμενε και άλλος. Τώρα τα βρίσκουμε στα πόδια μας. Όρεξη να έχουμε. Ο Καποδίστριας έλεγε: «Μια καινούρια χώρα και μάλιστα αυτήν που έρχεται από μακρινό παρελθόν, πρέπει να έχει τη δική της Εθνική βιβλιοθήκη». Σκοπός θα είναι, η έμφαση που θα δώσει, στη συγκέντρωση όλων των τεκμηρίων του Πολιτισμού της από τον Όμηρο, ως σήμερα». Δυστυχώς όμως αυτόν τον έξοχον ηγέτη και αναμορφωτή, που ξενυχτούσε με δύο κουλουράκια, δουλεύοντας σκληρά, για την ανόρθωση του γένους τον δολοφόνησε το πάθος, ο κομματισμός και η ιδιοτέλεια των Κοτσαμπάσηδων, των φατριών, των ψευτο-καλαμαράδων της εποχής. Πέθανε με τον καημό να ιδρύσει μια τέτοια Βιβλιοθήκη. Έλεγε πως η Βιβλιοθήκη είναι για όσο θα υπάρχει κόσμος. Είναι μια πηγή Πολιτισμού, που όμως θέλει συνεχή τροφοδότηση. Πρώτα απ’ όλα το κράτος, πρέπει να ενισχύσει οικονομικά τις εκδόσεις. Από την εποχή του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα απίθανα σπουδαία συγγράμματα χάθηκαν. Χάθηκαν στη φθορά του χρόνου ή στην αδιαφορία για την έλλειψη μέριμνας διάσωσης.
Βαθιά το χέρι στον Προϋπολογισμό, για έγκριση αγοράς βιβλίων. Κάθε Έλληνας, που έχει κρυμμένα στις σκονισμένες βιβλιοθήκες του, που αγαπά τη γνώση, να τα προσφέρει στη βιβλιοθήκη του Έθνους. Να γίνουν κτήμα όλων. Τίποτα να μην χαθεί στη φθορά. Σε μετακομίσεις ή σε αντιπαροχές οικιών, που αναγκαστικά κάνουμε ξεσκαρτίσματα, να μην πεταχτεί κάποιο χρήσιμο. Ίσως κρύβεται μέσα του κάποιος θησαυρός. Από το Μοναστηράκι στην Αθήνα, είχα αγοράσει, αντί πινακίου φακής πολλά βιβλία. Ακόμα και σήμερα, μου κάνουν συντροφιά. Γλίτωσαν από βανδαλισμό, από σαπίσματα, από ποντίκια. Τέλος κατάρα σε κείνους, που δανείζονται βιβλία από τη Βιβλιοθήκη και δεν τα επιστρέφουν.
Βέβηλοι. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και υψηλά ιστάμενοι, υποτίθεται άνθρωποι του πνεύματος, που καταντάνε κλέφτες βιβλίων. Ναι μην απορείτε. Βασιλείς, Πρωθυπουργοί, Δικαστές, Αρχιεπίσκοποι, Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δανείστηκαν χιλιάδες σπάνια βιβλία από τη Βιβλιοθήκη, πλουτίζοντας τη δική τους, τάχα πως ξέχασαν να τα επιστρέψουν, γιατί ξέρουν πως κανείς δεν θα τολμήσει να τους το υπενθυμίσει. Ο φόβος γαρ.
Θα ήθελα να συστήσω στους αρμόδιους Εκπαιδευτικούς, που συνοδεύουν τα παιδιά στις πενθήμερες εκπαιδευτικές εκδρομές, να βρουν κάποιο χρόνο, για να επισκεφθούν την Βαλάνειο Βιβλιοθήκη, δωρεά Βαλάνου, Μεγάλου δωρητού του Έθνους, δίπλα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Να ενημερώσουν τους μαθητές πως ανεβαίνοντας αυτά τα ιερά σκαλιά ανεβαίνουν στον Ναό της Γνώσης. Να σταθούν στην είσοδο, να απολαύσουν το χάος της αίθουσας, τους ατελείωτους τοίχους, ντυμένους με ράφια που κρατάνε τα «διαμάντια» της Πατρίδας μας. Να θαυμάσουν την άκρα σιωπή. Φιλαναγνώστες, κυρίως φοιτητές, ο καθένας κλεισμένος στο καβούκι του απομυζώντας την πεμπτουσία του πνεύματος. Και κυρίως να ιδούν τον τρόπο δανεισμού. Αξίζει τον κόπο.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου