κρέμες σε τιμή προσφοράς, ορθοπεδικά είδη και βιταμίνες για τόνωση του οργανισμού. Μετά τρεμόπαιξε μερικά δευτερόλεπτα κι έδειξε την ώρα και την ημερομηνία. Τέλος, κατέγραψε ένα μεγαλοπρεπέστατο 42άρι. Μεγαλοπρεπές; Δεν είμαι πια σίγουρος. Ένα σάιτ που μόλις είχα δει φιλοξενούσε ανάλογη φωτογραφία με 47 βαθμούς και δεν ήταν στη Λάρισα. Η μεγάλη ζέστη έχει εγκαταλείψει κι αυτήν τον κάμπο για την πρωτεύουσα; Δεν ξέρει τι να υποθέσει κανείς με τέτοια ζαβλακομάρα.
Σαββάτο μεσημέρι προς απόγευμα. Η πόλη δείχνει άδεια, μοναχική, αφτιασίδωτη μα απίστευτα όμορφη. Πυρακτωμένα τα κτίριά της αντανακλούν τη θερμότητα που σωρεύουν ολημερίς από τον ήλιο και αυξάνουν κι άλλο τη θερμοκρασία. Μικροκλίμα που λένε και οι ειδικοί. Στην Κεντρική πλατεία της Λάρισας κυκλοφορούν ελάχιστοι. Είναι νέοι άνδρες εργένηδες, ή φοιτητές, μοναχικοί με ή χωρίς αιτία, βγήκαν να ψάξουν φαγητό στα ανοιχτά φαστ φουντ. Είναι ακόμη κάτι αποχαυνωμένοι ταξιτζήδες που κουράστηκαν να περιμένουν πελάτη, αλλά και καλεσμένοι ...γάμων. Τους καταλαβαίνεις αμέσως, έχουν έρθει από αλλού, είναι κάπως καλύτερα ντυμένοι, διαμένουν σε κεντρικά ξενοδοχεία και περιφέρονται στο κέντρο σαν μια βόλτα γνωριμίας. Υποχρεώσεις είναι αυτές. Ο παλιός συγκάτοικος απ’ το Πανεπιστήμιο παντρεύει την κόρη, δεν γινόταν να λείψουν - αχ, περνάνε τα χρόνια και περνάνε γρήγορα, κάτι τέτοιες στιγμές το καταλαβαίνεις καλύτερα.
Στη Λάρισα των «40°C plus» έχουν μείνει βέβαια πολλοί ακόμη. Στα σούπερ μάρκετ με τους κλιματιζόμενους χώρους η κίνηση είναι σχεδόν κανονική. Ίσως είναι και ένας τρόπος να δροσιστείς. Πάντως καταλαβαίνεις ότι δεν γίνεται να έχουν πάρει όλοι οι άνθρωποι τις παραλίες και τα βουνά, όπως θέλουν να μας πείσουν τα τηλεοπτικά κανάλια που έχουν ξαμολήσει τους ρεπόρτερ για ρεπορτάζ ανάμεσα στις ξαπλώστρες των λουομένων. Έχω ξεμείνει Λάρισα, έχω κάνει τα ψώνια του Σαββατοκύριακου και περιμένω στην ουρά, στο ταμείο μεγάλου σούπερ μάρκετ. Μια κοπέλα του καταστήματος με πλησιάζει και ευγενικά προσφέρεται να με βγάλει από την αναμονή. Πώς; Με οδηγεί σ’ ένα αυτόματο Ταμείο. Μου δείχνει πώς να σκανάρω τα προϊόντα που έχω στο καλάθι μου, πώς να τυπώσω την απόδειξη και τέλος πώς να πληρώσω με την κάρτα μου. Τη δουλειά που κάνει κανονικά ένας ταμίας την κάνει πια ένας πελάτης μόνος του. Δεν εντυπωσιάστηκα. Στην Ιαπωνία - διάβασα πρόσφατα μια είδηση ...από το μέλλον- κάποια σούπερ μάρκετ μελετούν ήδη το ενδεχόμενο να σου στέλνουν την παραγγελία στο σπίτι με ...drone, εκείνα τα μικρά ελικοπτεράκια που τραβάνε βίντεο - για να καταλάβουν οι παλαιότεροι αναγνώστες. Υποθέτω θα βγαίνεις στη βεράντα, θα λαμβάνεις τα ψώνια, θα πληρώνεις με κάρτα και ... τέλος. So simple.
Ολοκλήρωσα τη συναλλαγή μου, σκεπτόμενος ότι σε λίγο καιρό στα σούπερ μάρκετ της Λάρισας δεν θα ’χουν απομείνει παρά ελάχιστοι ταμίες, κυρίως για εξυπηρέτηση ηλικιωμένων -μη προσαρμόσιμων στις νέες τεχνολογίες. Μια νέα πραγματικότητα λοιπόν την οποία θα δεχτούμε γιατί δεν είναι και στο χέρι μας. Προηγήθηκαν -αλίμονο!- οι Τράπεζες που έδωσαν μάχη για να συνηθίσουν τον κόσμο στη χρήση του e-banking και εν συνεχεία να απολύσουν το προσωπικό τους. Μείωση κόστους στο ελάχιστο, αλλιώς δεν είσαι ανταγωνιστικός. Καταρρέεις. Δύσκολοι καιροί. Και για Τραπεζίτες και για όλους.
Προφανώς και κανείς δεν κάθεται πια να ...κλάψει για όλες αυτές τις θέσεις εργασίας που καταργεί η σύγχρονη τεχνολογία. Το έργο το βλέπουν διαρκώς οι δυτικές κοινωνίες από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά. Έχει αποτελέσει θέμα στον ελληνικό σινεμά από το ...1957 (!) ακόμη, όταν ο αξέχαστος Ορέστης Μακρής υποδύθηκε έναν γέρο- πλακιώτη αμαξά, ο οποίος, συναισθηματικά προσκολλημένος στο παρελθόν, αρνούνταν να πουλήσει την άμαξα και το άλογό του για να πάρει ταξί. Ο κόσμος τρέχει, προχωράει, απλά έτυχε εμείς να είμαστε η γενιά της βίαιης μετάβασης. Εμένα και τη γενιά μου να φανταστείς, που η νεαρή πωλήτρια με βοηθούσε να κάνω ηλεκτρονικά την πληρωμή, μικρό με έστελνε η μάνα μου στο μπακαλικάκι του κυρ - Λάμπρου να αγοράσω μισό κιλό φακές, μισό κιλό ρύζι ... χύμα, και ένα πακετάκι ξυραφάκια ...«Άστορ» για τον πατέρα μου.
Κι αν έχουμε δει οι σημερινοί αλλαγές από τότε... Επαγγέλματα καταργούνται, επαγγέλματα νέα γεννιούνται. Το θέμα είναι να καταφέρνει κανείς να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζεται, ώστε να βρίσκει δουλειά και να είναι «απασχολήσιμος». Εύκολο; Καθόλου. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο άγχος του σύγχρονου εργαζόμενου.
Αν και αισιοδοξώ πως οι άνθρωποι πάντα θα προσαρμόζονται, δεν μπόρεσα να κρύψω ωστόσο τη μελαγχολία μου. Βλέπω αυτό το μέλλον πολύ μοναχικό. Σαν άλλη Κασσάνδρα βλέπω τους μελλοντικούς χώρους εργασίας μας άδειους. Στις Τράπεζές μας ήδη δεν υπάρχει εκείνο το χαρούμενο και θορυβώδες «μελίσσι» υπαλλήλων που δούλευε με ενθουσιασμό. Ένας-δυο υπάλληλοι μονάχα δούλευαν σιωπηλοί και χειρίζονταν κομπιούτερ. Άδειες οι Τράπεζες τώρα, άδεια τα σούπερ μάρκετ σε λίγο, άδεια τα γραφεία των δημοσίων υπηρεσιών, και πολλή τηλεργασία από το σπίτι. Και όχι λόγω πανδημίας αυτήν τη φορά. Θεωρητικώς έχουν δίκιο οι οικονομολόγοι. Τα έβαλαν κάτω και τα μέτρησαν, η τηλεργασία συμφέρει από πάσης απόψεως. Οι άνθρωποι δεν θα μετακινούνται, άρα εξοικονόμηση ενεργειακών πόρων, λιγότερη μόλυνση, ζήτω η πράσινη οικονομία και η πράσινη ανάπτυξη μαζί.
Όλα καλά... Αλλά όλοι αυτοί οι «πράσινοι» μήπως μπορούν να μας πουν πώς θα είναι μελλοντικά η ψυχική υγεία των έγκλειστων στα σπίτια τους και μοναχικά εργαζόμενων ανθρώπων;
Μπορούν να απαντήσουν στην αγωνία του μπάρμπα - Γιώτη, ενός παππού που, όπως μου έχουν διηγηθεί, είχε πει σε έναν μοναχικό γιο του:
- Α ρα όλη μέρα σπίτι; Θα χαζέψεις ντιπ... Άι σύρε κάνα καφενείο ...
Τα μελλοντικά «καφενεία», όλοι αυτοί οι πάσης φύσεως τόποι συνάθροισης των ανθρώπων θα υπάρχουν ή θα είναι άδεια και έρημα σαν τους δρόμους της Λάρισας όταν το θερμόμετρο δείχνει «40°C plus»;
Πώς θα μιλάνε οι άνθρωποι μεταξύ τους; Πώς θα απολαμβάνουν την ψυχική υγεία που χαρίζει η επαφή, το μπλαμπλα, η άσκοπη φλυαρία; Σε ποιον θα λένε τα παράπονά τους, σε ποιον θα εκμυστηρεύονται τους πόθους και τις προσδοκίες τους;
Πλήρωσα ηλεκτρονικά, βγήκα έξω, και ο λίβας, λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας, με χτύπησε ακόμα πιο δυνατά στο πρόσωπο. Φόρτωσα τα ψώνια στο αυτοκίνητο, η καμπίνα του θύμιζε φούρνο εν λειτουργία, και δυσκολευόμουνα αρκετά ακόμα και να αγγίξω το τιμόνι.
Ξανασυνάντησα τους ίδιους έρημους δρόμους. Μετά την εμπειρία του σούπερ μάρκετ έδειχναν ακόμη πιο μοναχικοί...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ alexiskalessis@yahoo.gr