Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 σηματοδότησε το τέλος μιας επώδυνης, για τη νεότερη ιστορία μας, εποχής. Οι ανυπόστατες προσδοκίες που καλλιέργησε ο λαϊκισμός κατέρρευσαν με πάταγο από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που παρ’ ολίγον να θέσει την Ελλάδα εκτός Ε.Ε. Αυτή η περίοδος, που σημαδεύτηκε από μία συμφωνία διάσωσης -μνημόνιο- με βαρύτατους όρους, η οποία ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα τυχοδιωκτικών πολιτικών, καθώς και μια συμφωνία με την ηγεσία των Σκοπίων -Πρέσπες- με σαφώς αρνητικούς όρους για την πλευρά μας, αποδόμησε οριστικώς την αξιοπιστία των πολιτικών δυνάμεων του λαϊκισμού.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία, επιχείρησε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, πολύ σύντομα, ήλθε αντιμέτωπη με δύο μη αναμενόμενες προκλήσεις.
Η μία ήταν η τουρκική επιθετικότητα, η οποία άρχισε να ξεδιπλώνεται με την απόπειρα οργανωμένης εισβολής χιλιάδων μεταναστών στην περιοχή του Έβρου, που σκόπευε όχι μόνο στον εκβιασμό της Ευρώπης αλλά και στην αποσταθεροποίηση της χώρας. Η αποφασιστική στάση της κυβέρνησης και όλων όσων είχαν την ευθύνη για την αποτροπή της τουρκικής επιχείρησης, ανέτρεψε τον τουρκικό σχεδιασμό και τα ελληνικά σύνορα στη συνείδηση των Ευρωπαίων έγιναν και πάλι ευρωπαϊκά. Η κυβέρνηση συνέχισε να απαντά με τον ορθότερο τρόπο σε όλες τις τουρκικές κινήσεις, προκρίνοντας, ταυτόχρονα, την ειρηνική επίλυση της μόνης διαφοράς με την Τουρκία, που είναι αυτή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση υπήρξε η πανδημία Covid-19. Μία έκτακτη συγκυρία, που έχει ταυτόχρονα υγειονομικές αλλά και οικονομικές επιπτώσεις. Η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατόρθωσε να μη βιώσει ακραίες συνθήκες χάους και το δημόσιο σύστημα υγείας, που ενισχύθηκε όλο αυτό το διάστημα, μπόρεσε να ανταπεξέλθει στην αποστολή του. Το πρόγραμμα εμβολιασμού, που η επιτυχία του εξαρτάται πλέον από την ατομική ευθύνη, θα μπορέσει να μας οδηγήσει στο τέρμα αυτού του επώδυνου τούνελ και στην επιστροφή στην κανονικότητα. Στο οικονομικό πεδίο η κυβέρνηση επεδίωξε και κατόρθωσε να στηρίξει εργαζόμενους και επιχειρήσεις, σε συνθήκες παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας, με ποικίλα χρηματοδοτικά εργαλεία και μέτρα.
Με ορατή, πλέον, την επόμενη μέρα από την πανδημία, η χώρα θέτει σε εφαρμογή ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα απορρόφησης δεκάδων δισεκατομμυρίων, μέσω και του «Ελλάδα 2.0 - Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», που στοχεύει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μας.
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρα είναι τα αποτελέσματα από την ψηφιοποίηση του κράτους, που επιταχύνθηκε ραγδαία λόγω της καραντίνας, και έχει περιορίσει δραστικά τα αιώνια γραφειοκρατικά εμπόδια και την παραδοσιακή ταλαιπωρία των πολιτών στις ουρές. Ανάλογη αισιοδοξία προσδίδουν, επίσης, οι μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της προσέλκυσης επενδύσεων, έχοντας ήδη απτά δείγματα του νέου θετικού επενδυτικού περιβάλλοντος.
Κομβικό ρόλο στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης αναμένεται να παίξουν οι αλλαγές στην εκπαίδευση. Η ανάδειξη της αριστείας και της αξιοκρατίας, η υπέρβαση της λογικής της ήσσονος προσπάθειας, η επένδυση στη γνώση και στην αξιοποίηση των ικανοτήτων των νέων μας, με τη σύνδεση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την αγορά, είναι ο μόνος δρόμος για να βάλουμε ένα τέλος στο καταστροφικό brain drain.
Πλέον των παραπάνω είναι ακόμα πολλά τα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν τη χώρα και στα οποία αυτή η κυβέρνηση πρέπει να δώσει λύσεις. Πεδίο δόξης λαμπρό προβάλει για την ανασυγκρότηση της πρωτογενούς παραγωγής, η οποία δυστυχώς είναι ελάχιστα αξιοποιημένη, σε σχέση με τις τεράστιες δυνατότητες που έχει ο τόπος μας. Στα δύο χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη αναμφίβολα έγιναν πολλά. Στο παρελθόν διάφορες κυβερνήσεις με μεταρρυθμιστικό πρόσημο, στο μέσον της θητείας τους, αντιμετώπισαν το σύνδρομο της μεταρρυθμιστικής κόπωσης, και ανέστειλαν το μεταρρυθμιστικό τους πρόγραμμα, κάτι που εν τέλει αποδείχθηκε μοιραίο γι’ αυτές. Η εγρήγορση που επιδεικνύει σε όλα τα μέτωπα, ακόμη και εν μέσω θέρους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δείχνει ότι δεν κινδυνεύει από... κόπωση.
Οι πολίτες δικαίως βαθμολογούν με υψηλό βαθμό τις επιδόσεις της κυβέρνησης, σε αντίθεση με αυτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που επιδίδεται στην καταστροφολογία και στον μηδενισμό, ποντάροντας στη συνωμοσιολογία και στον διχασμό. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να στηρίζει τις ελπίδες της για ένα καλύτερο αύριο στη ΝΔ. Κι αυτό, αφενός προσδίδει ισχύ στην κυβέρνηση, αφετέρου, όμως, ανεβάζει τον πήχη των προσδοκιών. Στο χέρι μας είναι να μην τη διαψεύσουμε.