Διήγημα

Η... κολλητή φίλη

Δημοσίευση: 08 Ιουλ 2021 19:45

Ήταν ένα ζεστό καλοκαιρινό Κυριακάτικο απόγευμα. Το ζευγάρι, ο Γιώργος και η Μαρία, καθισμένοι σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες στη βεράντα του σπιτιού τους, απολάμβαναν τα αρώματα των λουλουδιών, που ήταν κατάφυτη εκείνη η βεράντα.

Είχαν κλεισμένα τα μάτια και η σκέψη του καθενός ταξίδευε, ποιος ξέρει πού! Το μυαλό του ανθρώπου τρέχει με... χίλια.
Τώρα σκέφτεται ετούτο, ύστερα από ένα δευτερόλεπτο πετάγεται αλλού και αλλού και πάει λέγοντας.
Κάποια στιγμή η Μαρία άνοιξε τα μάτια της.
«Γιώργο κοιμάσαι;».
«Όχι βέβαια, αλλά απολαμβάνω την ομορφιά του μπαλκονιού μας με κλειστά τα μάτια όπως και εσύ».
«Ξέρεις τι σκέφτηκα;» είπε η Μαρία.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα κάπου εδώ κοντά να πιούμε το καφεδάκι μας και να ξεφύγουμε λίγο κι απ’ την κλεισούρα, που μας επέβαλλε αυτός ο απρόσμενος εχθρός μας ο κορονοϊός;»
«Πολύ καλή ιδέα Μαράκι μου, να σε φιλήσω... Πήγαινε ντύσου και εγώ θα κάνω το ίδιο».
Η Μαρία πέταξε απ’ τη χαρά της. Ντύθηκε και βγήκε πάλι στη βεράντα. Ήταν μια ωραία γυναίκα η Μαρία, εκεί γύρω στα τριάντα. Μετρίου αναστήματος, με όμορφες αναλογίες στο κορμί της, μαύρα σγουρά μαλλιά και δύο πράσινα μάτια.
Σε λίγο βγήκε κι ο Γιώργος. Εκείνη σηκώθηκε.
«Πώς σου φαίνομαι...» του είπε φέρνοντας μια στροφή. «Είσαι μια κούκλα αγάπη μου, όπως πάντα...».
«Και εσύ το ίδιο άντρα μου, είσαι όπως τον πρώτο καιρό που σε γνώρισα, δεν άλλαξες καθόλου». «Σε ευχαριστώ, μην ξεχνάς, ότι έχουμε και, δέκα χρόνια διαφορά, εγώ πάτησα τα σαράντα».
«Και τι σημασία έχει αυτό;» «Ο έρως χρόνια δεν κοιτά».
«Σωστά... Αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα μαζί να χαιρόμαστε τον έρωτά μας...».
«Έλα Γιώργο πάμε;» Εκείνος κοντοστεκόταν.
«Ξέρεις τι σκέφτηκα τώρα Μαρία. Να κάνουμε ένα τηλέφωνο στην Άννα, να έρθει μαζί μας. Να βγει κι αυτή λίγο να ξεχαστεί. Όπως γύρισε απ’ τη Γερμανία δεν έχει παρέες δεν έχει φίλους.
Νοσοκομείο - σπίτι και το αντίθετο... Μόνο εμάς έχει...».
-Γιατρός ήταν η Άννα, όπως και ο Γιώργος-
Η Μαρία σκυθρώπιασε χάθηκε το ωραίο της χαμόγελο και κάθισε στην πολυθρόνα.
«Όταν λες εμάς τι εννοείς Γιώργο; Εσένα θέλεις να πεις. Αλλά όσες φορές βγήκαμε με την Άννα, δεν περνάω καλά, δεν το καταλαβαίνεις; Εσείς λέτε τα δικά σας για τα παλιά για τα παιδικά σας χρόνια, κι εγώ αισθάνομαι... περιττή».
«Όχι βρε αγάπη μου μην το παίρνεις έτσι. Λέμε κάτι για να περνάει η ώρα. Μεγαλώσαμε μαζί από παιδιά, θυμόμαστε κάποια πράγματα και γελάμε. Γιατί δεν μπαίνεις και εσύ στην κουβέντα...!».
«Τι να πω εγώ βρε Γιώργο, ξέρω κάτι εγώ απ’ τα παιδικά σας χρόνια...; Λοιπόν εγώ ξεντύνομαι δεν πάω πουθενά, πάρε την Άννα και φύγε, πάτε όπου θέλετε...».
Ο Γιώργος ύψωσε φωνή «Είσαι με τα καλά σου κορίτσι μου... Άντε πάμε οι δυο μας όπως θέλεις...».
«Τώρα δεν θέλω να πάω πουθενά, μου χάλασες όλη τη διάθεση».
Οι γονείς της Μαρίας έμεναν στον κάτω όροφο. Σε λίγο χτύπησε η πόρτα. Ήταν η μάνα της.
«Τι φωνές είναι αυτές βρε παιδιά, σας άκουσε όλη η γειτονιά. Μαλώνετε στη βεράντα; Μη χειρότερα...» μουρμούρισε και έφυγε...
Ο γάμος του Γιώργου και της Μαρίας, δεν κράτησε πολύ, ούτε δύο χρόνια. Τον... διέλυσε άθελά της, η κολλητή φίλη του Γιώργου, η Άννα. Η σχέση τους είχε αρχίσει να κρυώνει όταν εμφανίστηκε εκείνη, μετά από απανωτούς καυγάδες, από ζήλεια, ίσως όχι αδικαιολόγητη. Ένα τρίτο πρόσωπο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι όσο φιλικό κι αν είναι πάντα δημιουργεί μια αναστάτωση.
Κι έτσι αποφάσισαν να χωρίσουν. Η Μαρία ύστερα απ’ το διαζύγιο, κλείστηκε στον εαυτό της. Μετά τη δουλειά -υπάλληλος σε ένα συμβολαιογραφείο ήταν- πήγαινε στο σπίτι και δεν ήθελε να δει κανέναν, ούτε καν τους γονείς της.
Αυτό βέβαια δεν κράτησε πολύ, ήταν μόλις τριάντα χρονών και είχε όλη τη ζωή μπροστά της.
Ένας υπάλληλος του ίδιου γραφείου, της πρότεινε κάποια ημέρα να πάνε για φαγητό όταν θα σχολούσαν. Η Μαρία το σκέφτηκε λίγο, αλλά μετά το αποφάσισε να βγει απ’ το... καβούκι της. «Ως πότε θα κρατήσει αυτό», ψιθύρισε.
Μετά από εκείνη την πρώτη έξοδο, που πέρασε όμορφα μ’ εκείνο το παιδί, τον Βασίλη -αυτό ήταν το όνομά του-ακολούθησαν κι άλλες πολλές. Ο Βασίλης ήταν ένα ωραίο παιδί συνομήλικό της με πολύ χιούμορ. Μεταξύ αστείου και σοβαρού κάποια μέρα της είπε. «Μαρία ταιριάζουμε πολύ το κατάλαβες; Θέλεις να παντρευτούμε;». Η Μαρία πήρε την αστεία πλευρά και γέλασε. Συνέχισαν με άλλη συζήτηση. Μετά από καιρό εκείνος της έκανε σοβαρά την πρόταση.
Η Μαρία τώρα δεν γέλασε... είπε «Βασίλη μη με περάσεις για τρελή, δεν είμαι, όμως θα σε ρωτήσω κάτι. Έχεις καμία κολλητή φίλη...;». Ο Βασίλης γέλασε... «Πες μου, έχω τους λόγους μου που σε ρωτάω...».
«Όχι Μαρία μου δεν έχω, όπως ξέρεις είμαι λίγο κλειστός χαρακτήρας...». Του έσφιξε το χέρι.
«Τότε ας το ... προχωρήσουμε...». Αγκαλιάστηκαν εκεί σ’ εκείνη τη γωνίτσα της καφετέριας και έτσι έμειναν αρκετή ώρα.

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass