Καταρχάς, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο καθένας μας μπορεί να πέσει θύμα βίας στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό του βίο, είτε είναι άντρας είτε είναι γυναίκα. Ωστόσο, η βία κατά των γυναικών ξεχωρίζει ως ένα ιδιαίτερα σοβαρό και περίπλοκο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με το φύλο. Η βία συνοδεύει μια γυναίκα από την παιδική ηλικία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, είτε στο σχολείο, στο σπίτι, στην εργασία ή αλλού.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για την κλιμακούμενη βία κατά των γυναικών, περίπου 1 στις 3 (35%) γυναίκες παγκοσμίως έχουν βιώσει είτε σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους ή γενικά βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους. H έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το 2014 έδειξε ότι μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Το 55% των γυναικών έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία ή περισσότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, το 11% έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ενώ μία στις είκοσι έχει βιαστεί.
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που υπογράφηκε από την ΕΕ το 2017, είναι το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο, καθώς τα κράτη που την επικυρώνουν πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένα κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ως «βία κατά των γυναικών» νοείται κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάθε μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, περιλαμβάνει δε όλες τις πράξεις βίας, βάσει φύλου, που έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων απειλών, πράξεων εξαναγκασμού ή αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας. Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι «βία λόγω φύλου» σημαίνει βία που στρέφεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα ή πρόκειται για άσκηση βίας που επηρεάζει δυσμενώς αυτή.
Το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών αποτελεί μια ακραία έκφραση ανισότητας λόγω φύλου και πρόκειται για παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ στις χειρότερες μορφές της μπορεί να εκδηλωθεί ως προσβολή του εννόμου αγαθού στη ζωή. Το γεγονός ότι η βία έχει έμφυλη διάσταση αναγνωρίζεται από τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών που περιγράφει το φαινόμενο αυτό ως «...μια εκδήλωση ιστορικά άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες οδήγησαν στην κυριαρχία και στις διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην πρόληψη της πλήρους προόδου των γυναικών, και ότι η βία κατά των γυναικών είναι ένας από τους κρίσιμους κοινωνικούς μηχανισμούς με τους οποίους οι γυναίκες αναγκάζονται να υποταχθούν σε σύγκριση με τους άνδρες». Επίσης, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης τονίζει ότι η απόλαυση κάθε δικαιώματος απαλλαγμένη από τη βία συνδέεται με την υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, να ασκούν και να απολαμβάνουν όλα τα αστικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Η ευρωπαϊκή επιτροπή CEDAW στη γενική της σύσταση για τη βία κατά των γυναικών φρόντισε να διασφαλιστεί η αναγνώριση της βίας που βασίζεται στο φύλο, ως μορφή διάκρισης που «αναστέλλει σοβαρά την ικανότητα των γυναικών να απολαμβάνουν δικαιώματα και ελευθερίες βάσει της ισότητας με τους άνδρες».
Το φαινόμενο «βία κατά των γυναικών» προκαλεί πόνο, φόβο και αγωνία, ενώ μειώνει την ικανότητα των θυμάτων-γυναικών να συνεισφέρουν παραγωγικά στην οικογένεια, την οικονομία και τη δημόσια ζωή. Κατά μια ευρύτερη άποψη, μειώνει την κινητικότητα και το δυναμικό ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού, καθώς οι γυναίκες που είναι θύματα, τα παιδιά που μεγαλώνουν μάρτυρες της βίας, ακόμη και οι δράστες που καταφεύγουν στις εν λόγω καταστροφικές πράξεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Δυστυχώς, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, η βία και οι διακρίσεις κατά των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται. Στην χώρα μας αποτελεί ακόμη ζήτημα ταμπού για την κοινωνία, γι’ αυτό η διάκριση του φόνου μίας γυναίκας, όταν τα αίτια βασίζονται στο φύλο, είναι ζωτικής σημασίας να αποδίδεται ως γυναικοκτονία και όχι ως ανθρωποκτονία. Μία πρώτη προσέγγιση θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω μιας ιδιότητάς του, τότε το πλαίσιο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται, ειδικά στα κακουργήματα το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη. Το φύλο ως λόγος διάκρισης όπως αναφέρεται στα διεθνή κείμενα που προαναφέρθηκαν, ανήκει στις ιδιότητες που μπορεί να περιλαμβάνονται στο άρθρο 82Α. Έτσι εάν ο δράστης ανθρωποκτονίας έχει επιλέξει το θύμα λόγω του φύλου του, να υπάρχει αυστηροποίηση ως προς τη νομική του αντιμετώπιση και να μην μπορεί να του επιβληθεί ποινή κατώτερη των 12 ετών κάθειρξης. Εξάλλου, σύμφωνα δε με το άρθρο 4.4 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, τα ειδικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την πρόληψη και την προστασία των γυναικών από βία λόγω φύλου δεν θεωρούνται διακρίσεις.