Όταν προφέρει κανείς τη λέξη «μοναξιά», αισθάνεται να στενεύει ο χώρος γύρω του, να λιγοστεύει ο αέρας, ένα βάρος ασήκωτο κάθεται στο στήθος του.
Τότε σπεύδει ν’ ανταμώσει άλλους ανθρώπους στο περιβάλλον του για ν’ αναπνεύσει ελεύθερα. Νομίζει πως ανταλλάσσοντας μια κουβέντα όπως λέγεται, θα ξανοίξουν και θ’ απαλύνουν τα χρώματα στη σκέψη κι ολόγυρά του.
Κι όλα αυτά προφέροντας μόνο τη λέξη «μοναξιά». Πόσο μάλλον να ζει κανείς και μόνος του.
Δεν είναι λίγα τα μοναχικά άτομα δυστυχώς. Είτε από δική τους επιλογή, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός ή η μοίρα, όπου πιστεύει ο καθένας.
Πάρα πολλοί γέροντες και γερόντισσες ζούνε απομονωμένοι σε κάποιο διαμέρισμα - στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπάρχουν και κάτι ισόγειες τρώγλες και τρέμουν μη δεχθούν κάποια νύχτα την επίσκεψη κακοποιών - μετρώντας τους χτύπους του ρολογιού και της καρδιάς τους.
Οι ώρες τους είναι μεγαλύτερες, το εικοσιτετράωρο ατελείωτο και οι νύχτες τυραννικές. Το ξημέρωμα αργεί να φθάσει λες και το κάνει επίτηδες.
Κάποτε μια μοναχική γριούλα μου εξομολογήθηκε: «Κάθομαι στο παράθυρο και βλέπω τους περαστικούς. Όλοι φαίνονται πως έχουν κάποιο προορισμό. Και τότε αισθάνομαι περιττή, άχρηστη.
Μερικοί μιλάνε δυνατά, χειρονομούν, γελάνε, κι εγώ ζηλεύω και τότε σηκώνομαι απ’ το καναπεδάκι μου, κάνω ένα γύρω μέσα στο σπίτι, ρίχνω δήθεν άθελα μου κάποια πράγματα κάτω για ν’ ακούσω το θόρυβό τους, κάτι μουρμουρίζω, γελάω και φοβισμένη απ’ τον εαυτό μου ξανακάθομαι γιατί πιστεύω πως όλα ετούτα δεν είναι λογικά».
Ήταν άδικο σίγουρα να παρακολουθεί εκατοντάδες ανθρώπους απ’ το πρωί ως το βράδυ και κανένας να μην είναι ένας δικός της άνθρωπος.
Ιδίως τις μέρες τις γιορτάσιμες, που για όλους ή μάλλον για τους πολλούς είναι ευχαρίστηση, αληθινή ευτυχία, για τους μοναχικούς ανθρώπους είναι μεγαλύτερη μοναξιά, δυστυχία, παράπονο.
Τι να επιθυμούσαν άραγε περισσότερο, ένα δέμα απ’ το φιλόπτωχο της ενορίας ή λίγη ζεστασιά οικογενειακή, λίγη συντροφιά, μια κουβέντα;
Ίσως κάποιοι να έχουν ανάγκη και από κάποια απαραίτητα υλικά αγαθά, οι περισσότεροι όμως πάσχουν από μοναξιά και καταφρόνια.
Ευτυχώς που δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που έσπασαν το φράγμα του «εγώ» τους και ασχολούνται με τον πόνο και τη δυστυχία του διπλανού τους.
Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με αισθήματα που δεν ξέχασαν την αποστολή τους, που δεν τους άγγιξε η μαγική ράβδος της εποχής μας να τους μεταμορφώσει σε ρομποτάκια.
Γιατί τι άλλο είμαστε συνάνθρωποι; Μηχανές που τις κουρδίζεις το πρωί, για να σταματήσουν αργά τη νύχτα.
Ποιος έχει χρόνο να κοιτάξει γύρω του; Ποιος ακούει ποιον και ποιος βλέπει ποιον! Και να συναντηθούμε στον δρόμο με κάποιον, ο καθένας μιλάει για τα δικά του κι ακούει πάλι τα δικά του. Ανθρώπινη επικοινωνία, ώρα... μηδέν.
Άραγε θα παρηγορηθούν οι μοναχικοί άνθρωποι αν τους πούμε πως κι εμείς είμαστε μόνοι! Μια άλλου είδους μοναξιά βεβαίως, αλλά το ίδιο τυραννική και καταπιεστική.
Ίσως αυτή είναι η μοίρα του σημερινού ανθρώπου. Ή μάλλον όχι μόνο του σημερινού, του ανθρώπου, χθες, σήμερα, αύριο.
Μόνος γεννιέται και μόνος πεθαίνει. Μπορεί και μόνος να είναι και στο ταξίδι της ζωής κι ας έχει γύρω του πλήθος ...
«Σε νιώθω λέμε συχνά, σε καταλαβαίνω». Δεν είναι αλήθεια. Ποτέ δεν μπορούμε να διεισδύσουμε στο μυαλό και στην ψυχή του άλλου όσο κι αν το θέλουμε. Ο καθένας σκέφτεται κι αισθάνεται διαφορετικά, ανάλογα με το πώς είναι δομημένο το «μέσα» του. Άρα λοιπόν, όλοι σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε μόνοι μας.
Η προσπάθεια που κάνουμε να εξωτερικεύσουμε κάτι και να βρούμε συμπαραστάτες δεν είναι τίποτα.
Τα λόγια είναι κάλπικα όσο κι αν είναι εξουσιοδοτημένα απ’ την ψυχή μας.
Μοναχικοί και μόνοι λοιπόν τραβάμε το δικό μας μονοπάτι. Φθάνει να μη χαθούμε και να μην ξεχάσει ο καθένας από μας την αποστολή του... Αυτήν την αποστολή που του ανέθεσε ο Θεός...