Στη μακραίωνη περίοδο της οθωμανικής κατοχής σημειώθηκαν, κατά καιρούς, πολλά δεινά στους προγόνους μας: πλημμύρες, σεισμοί, λεηλασίες, σιτοδείες με επακόλουθο την πείνα. Μία τέτοια περίπτωση πείνας σημειώθηκε το 1740, «επί της τυρανικής βασιλείας του αδοξωτάτουσουλτάν Μαχμούτ» [Α’, 1730-1754].
Την παρέδωσε στους μεταγενέστερους ένας ανώνυμος καλόγερος της Μονής του Αγίου Βησσαρίωνα (Δουσίκου) των Τρικάλων, ο οποίος ήταν κάτοχος υψηλής παιδείας για την εποχή του, όπως προκύπτει από τη γραφή του.
Αιτία του κακού υπήρξε η ανομβρία σε όλη τη Θεσσαλία και προφανώς σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, την καλλιεργητική περίοδο 1739-1740. Εξαιτίας της ανομβρίας η σιτοπαραγωγή υπήρξε μικρή και έγινε ακόμα μικρότερη, καθώς η οθωμανική διοίκηση είχε προτεραιότητα να πάρει τις ποσότητες των σιτηρών για τις ανάγκες του στρατού, στην τιμή την οποία όριζε εκείνη (ιστηράς).
Η έλλειψη του σιταριού και γενικά των δημητριακών υπήρξε μεγάλη. Ακολούθησε «λιμός μέγας κατά τε την Ήπειρον και Ελλάδα πάσα». Σε πολλές πόλεις δεν υπήρχε καθόλου σιτάρι με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να προτιμούν τον θάνατο από το να ζουν νηστικοί «τη αγχόνη της πείνας πολλούς τον θάνατον προαιρείσθαι του ζην, και μέντοι και τεθνάναι ουκ ολίγους».
Η οθωμανική διοίκηση, για να καλύψει τη μεγάλη έλλειψη έκανε εισαγωγή σιταριού από χώρες της Μέσης Ανατολής και οι άνθρωποι έτρεχαν να εξασφαλίσουν κάποια ποσότητα. Οι εισαγωγείς δεν έχασαν την ευκαιρία να αισχροκερδίσουν. Έφτασε να πουλείται ένα αλτσέκι (22 οκάδες- 28,204 κιλά) 600 άσπρα, δηλαδή 5 γρόσια, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη, «πράγμα τοις πάσι σφόδρα λυπηρόν τε και ολοθρευτικόν, οίον ουκ ηκούσθη ουδέ εγένετο επέκτεινα [=επέκεινα]».
Στον Αλμυρό υπήρξε σχετική παραγωγή με αποτέλεσμα η τιμή του σιταριού να μην περάσει τα 2 γρόσια το αλτσέκι. Παρ’ όλα αυτά όμως, η συγκομιδή και εκεί δεν υπήρξε πλούσια, με αποτέλεσμα να αγοράζουν από το μοναστήρι, προφανώς της Ξενιάς, το αλτσέκι αντί 600 άσπρων! Ένας θυμησογράφος από την περιοχή αυτή σημείωσε τα εξής: «1740, ήλθεν χρόνος δυστυχία και ακρίβεια μεγάλη, οπού τινάς από παλαιούς ανθρώπους δεν ενθυμήθηκεν. Το σιτάρι ήλθεν δύο γρόσια το ολτζέκι και μας υπήγαν εις το μοναστήρι διά σιτάρι γρόσια [=άσπρα] εξακόσια».
Ο θυμησογράφος της Μονής του Αγίου Βησσαρίωνα αναφέρει ότι το «ολτζέκιον» ζύγιζε 20 οκάδες, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Στη μεταβυζαντινή Θεσσαλία, το μισό αλτσέκι (ταγάρι ή κουβέλι) ζύγιζε 11 οκάδες όταν το σιτάρι ήταν ψωμωμένο (ώριμο). Δύο ταγάρια ζύγιζαν ένα αλτσέκι, 22 οκάδες, 2 αλτσέκια ζύγιζαν ένα καντάρι, 44 οκάδες, και 2 καντάρια ζύγιζαν ένα φόρτωμα, 88 οκάδες, όσες φόρτωναν σε ένα μουλάρι ή σε ένα άλογο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Δημήτριος Ζ. Σοφιανός – Φώτιος Δημητρακόπουλος, Τα χειρόγραφα της Μονής Δουσίκου Αγίου Βησσαρίωνος. Κατάλογος περιγραφικός, Αθήνα 2004, σ. 93.
2) Αθ. Ι. Σπυριδάκης, «Συμβολαίει;ς την ιστορίαν της εμπορίας και της Παιδείας κατά τον ΙΗ’αιώνα και εξής», Δελτίον της εν Αλμυρώ Φιλαρχαίου Εταιρείας της Όθρυος, 4 (Αθηνησιν 1901) σ. 10.
3) Κώστας Σπανός, Θεσσαλικές Ενθυμήσεις 1404-1881. Τόμος Α’: 1404-1799, Λάρισα 2011, σ.104.