Προς τούτο, η εκπρόσωπος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ, Ντέμπορα Ρόμπερτς, με τη δήλωσή της ότι «τα επόμενα χρόνια ίσως θα είναι τα σημαντικότερα στην Ιστορία μας» δίνει το μέτρο της πρόκλησης μπροστά στην οποία βρίσκεται η ανθρωπότητα, ενώ σημείωσε ότι «απαιτείται ο αναπροσανατολισμός της παγκόσμιας οικονομίας με ρυθμούς που δεν έχουν κανένα γνωστό ιστορικό προηγούμενο». Κι αυτό προκειμένου να περιοριστούν -και μέχρι το 2050 να μηδενιστούν- οι εκπομπές CO2 ώστε να μην ξεπεραστεί το κρίσιμο όριο της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,50οC (Συμφωνία Παρισιού, 12 Δεκ. 2015). Διότι η περαιτέρω αύξηση θα επιδεινώσει τα κλιματικά φαινόμενα και θα αρχίσει ο «χορός του Ζαλόγγου» για το είδος μας.
Το να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στους 1,50οC είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με βάση τους νόμους της Χημείας και της Φυσικής, αλλά θα χρειαστούν τεράστιες αλλαγές στην Ενέργεια, στις χρήσεις γης και στη βιομηχανία, δηλαδή στα μοντέλα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, οπότε το πρόβλημα λαμβάνει άλλη μορφή και έτσι γίνεται δυσεπίλυτο. Οφείλουμε, εν τούτοις, να αναζητήσουμε τάχιστα λύσεις -και μάλιστα δίκαιες λύσεις- ώστε να αναπληρώσουμε τον χρόνο που ήδη χάσαμε. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), η ενεργειακή απόδοση και η (μελλοντική) τεχνολογική δυνατότητα να απορροφώνται γιγάντιες ποσότητες CO2 από την ατμόσφαιρα αποτελούν -από κοινού- τον ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας λύσης. Για να αντικαταστήσουν, όμως, οι ΑΠΕ τα ορυκτά καύσιμα που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας είναι αναγκαίο να αποτελέσουν αληθινή προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις ώστε μέσα στις επόμενες μια-δυο δεκαετίες να συνεισφέρουν (οι ΑΠΕ) πάνω από το 80% στο σύνολο της παραγόμενης ενέργειας.
Μια δίκαιη κατά τη γνώμη μας λύση, το ποιοι δηλαδή οφείλουν κατά κύριο λόγο να σηκώσουν το οικονομικό βάρος της, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τόσο το σκέλος των εκπομπών CO2 ανά κάτοικο κάθε χώρας (Πίνακας 1) όσο και το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα το οποίο εδράζεται στην άγρια εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (με τις αντίστοιχες εκπομπές CO2), τόσο στο πρόσφατο όσο και στο βαθύτερο παρελθόν, αλλά και στο παρόν. Για παράδειγμα, το 2018, οι ΗΠΑ εξέπεμψαν 15,4 τόνους CO2 ανά κάτοικο και είχαν κατά κεφαλήν εισόδημα 59.352 (2017) δολάρια. Τις ίδιες χρονιές η Ινδία είχε αντίστοιχα 1,8 τόνους CO2 ανά κάτοικο και κατά κεφαλήν εισόδημα 1940 δολάρια, ενώ η μέση εκπομπή CO2 ανά κάτοικο του πλανήτη ήταν 4,4 τόνοι και το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, 8.212 δολάρια. Είναι περισσότερο από προφανές πως η Ινδία με τις λιγότερες εκπομπές και το μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι αναγκαίο να βοηθηθεί ισχυρά ώστε να αναπτύξει Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μέσω διεθνών προγραμμάτων, ενώ οι ΗΠΑ και οι άλλες αναπτυγμένες χώρες οφείλουν να βάλουν «πλάτη».
Όπως, λοιπόν, φαίνεται στον ΠΙΝΑΚΑ ο πλανήτης έστειλε το 2018 στην ατμόσφαιρα 33,389 δισ. τόνους CO2, ήτοι περίπου 3 δισ. τόνους περισσότερους από το 2008 παρά την υπογραφή συμφωνιών για το αντίθετο. Συνολικώς δε κατά τη δεκαετία 2008-18 εξέπεμψε στην ατμόσφαιρα περισσότερους από 300 δισ. τόνους. Παρατηρούμε, ακόμη, στον ίδιο Πίνακα, ότι το 84,7 % της καταναλισκόμενης ενέργειας προέρχεται -παρά τα θρυλούμενα- από ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας). Είναι, βέβαια, θετικό το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, υπό τη νέα διοίκηση Μπάιντεν, επέστρεψαν στη συνθήκη του Παρισιού (19/2/21) με την υπόσχεση ότι θα λάβουν δραστικά μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι παραμένουμε απαισιόδοξοι κι όχι χωρίς λόγο.
Προβληματιζόμαστε και είμαστε απαισιόδοξοι όχι γιατί είναι πολλά τα χρήματα που απαιτούνται για τη μεγάλη στροφή του πλανήτη σε εναλλακτικές των ορυκτών καυσίμων πηγές ενέργειας, αλλά διότι, όπως λέει και η εμβληματική, πλέον, Γκρέτα Τούνμπεργκ που θυμώνει με τους ανθρώπους της εξουσίας οι οποίο άλλα λένε κι άλλα πράττουν: «Δεν έχουμε χρόνο, πρέπει να βιαστούμε». Η απαισιοδοξία μας, όμως, πηγάζει πιο πολύ από την ισχύ των μεγάλων συμφερόντων που υψώνουν -με μυωπική εμμονή- μεγάλα εμπόδια προκειμένου να μην υπηρετηθεί το αυτονόητο συμφέρον της παγκόσμιας κοινωνίας.
Ο προβληματισμός και η ανησυχία μας τροφοδοτήθηκαν, επίσης, από πρόσφατο εξαιρετικό άρθρο της Μαριάννας Σπηλιωτάκη σε αθηναϊκή εφημερίδα. Στο άρθρο της αναλύεται εκτενώς το ζήτημα της Ανταρκτικής με τα τεράστια αποθέματα γλυκού νερού, πετρελαίου, φυσικού αερίου και αλιευμάτων. Την αποκαλεί μάλιστα ήπειρο-προάγγελο της πορείας της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί το ενδιαφέρον των επιστημόνων, αλλά που παρουσιάζει ταυτόχρονα και έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον.
Η νεαρή αρθρογράφος κλείνει το πόνημά της ψηλαφώντας την ουσία των δυνάμεων που καθορίζουν τον κόσμο μας: «Η Ανταρκτική, το σύγχρονο «μήλον της έριδος», είναι αναμφίβολα πεδίο έντονου γεωπολιτικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος. Καθώς λιώνουν οι πάγοι αναδύονται οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της και μαζί, φλέγοντα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και προστασίας του πλανήτη. Η ιστορία μας έχει διδάξει πως τέτοιες καταστάσεις καταλήγουν συνήθως σε πολεμικές συρράξεις». Και καταλήγει με το κρίσιμο ερώτημα: «Είναι άραγε δυνατόν να φτάσει, τελικά, ο άνθρωπος να θυσιάσει την τελευταία ανέγγιχτη ήπειρο στον βωμό του πλούτου και της ισχύος»;
Η πιθανότερη απάντηση στο ερώτημα αυτό, καθώς είναι δεδομένη η μεταχείριση που επιφυλάξαμε στον υπόλοιπο πλανήτη τους τελευταίους 2-3 αιώνες, είναι που μας καθιστά ιδιαίτερα μελαγχολικούς.
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό