Κάτι έχει αλλάξει αυτά τα ανοιξιάτικα τα βράδια στη Λάρισα... Περπατάς στο κέντρο, ανάμεσα σε μαγαζιά γεμάτα κόσμο, αλλά δεν είναι η εικόνα που όλοι ξέρουμε... Μου πήρε μερικές μέρες για να αντιληφθώ πως το τοπίο άλλαξε μετά την απαγόρευση της μουσικής ως πιθανής αιτίας μετάδοσης του κορονοϊού. Ποιος να το φανταζόταν! Εξαιτίας της έντασης με την οποία παίζουν μουσική τα μαγαζιά στην Ελλάδα, οι άνθρωποι φωνάζουν περισσότερο για να ακουστούν, άρα «ψεκάζουν» την ατμόσφαιρα με σταγονίδια πιθανώς μολυσματικά.
Μ’ αρέσει αυτή η εικόνα της σιωπηλής πόλης, μ’ αρέσει πολύ... Σαν να ξαναβρήκα την πόλη που ψάχνω καιρό τώρα, χαμένη ανάμεσα στα ντεσιμπέλ της μουσικής και την οχλαγωγία των θαμώνων. Η Λάρισα τούτες τις μέρες, από απόψεως ησυχίας, έχει επιστρέψει σε περασμένες δεκαετίες. Τότε που στις ταβέρνες, στις γειτονιές, δεν άκουγες παρά τον βραχνό ήχο κάποιου τζουκ μποξ με τραγούδια του Κόκοτα, του Καλατζή και του Πουλόπουλου ... Το κέντρο της πόλης μου θυμίζει και πάλι την ανθρώπινη εικόνα που είχε κάποτε η Κεντρική πλατεία τα καλοκαιρινά βράδια, όπου δεν άκουγες παρά μονάχα τις χαμηλόφωνες συνομιλίες των Λαρισαίων που έβγαιναν να πιουν μια λεμονάδα ή βυσσινάδα «Κλιάφα».
Και μετά ... όλα άλλαξαν... Η μουσική αγρίεψε, τα ντεσιμπέλ αυξήθηκαν, η ηρεμία χάθηκε. Εδώ και πολλά χρόνια η Ελλάδα ακούει μουσική δυνατά. Για την ακρίβεια, εκκωφαντικά. Επικράτησε η νοοτροπία πως όσο πιο δυνατά παίζει η μουσική τόσο πιο πολύ κόσμο μαζεύει το μαγαζί. Ήταν μια μόδα που πρωτοεμφανίστηκε στα μεγάλα νυχτερινά κλαμπ της Νέας Υόρκης και που υιοθέτησαν πολλές άλλες χώρες ειδικά τα καλοκαίρια.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο νυχτερινό. Πηγαίνεις καλοκαίρι στην παραλία να ησυχάσεις. Προσπερνάς τις αναπόφευκτες φωνές των παιδιών στα οποία συνήθως κανείς δεν έχει μιλήσει για την ανάγκη σεβασμού των υπολοίπων. Προσπερνάς τα γέλια, τη μεγαλόφωνη φλυαρία και τα κακαρίσματα της διπλανής παρέας. Προσπερνάς τα γαβγίσματα των σκύλων που κουβαλάνε και στην παραλία, τα «τακ τακ» από τις ρακέτες που παίζουν μέσα στα μούτρα σου. Αλλά πώς να προσπεράσεις τη βαβούρα από τη διπλανή ψαροταβέρνα που ντάλα μεσημέρι με 40 βαθμούς Κελσίου σε πάει από ... Βασίλη Καρρά σε Σταμάτη Γονίδη και στο καπάκι σου ρίχνει και μια Πάολα;
-- Τηλεφώνησέεεεεεε μου ίσως να ’μαι αυτός που ζητάααας ... Τηλεφώνησέ μουουουου
έστω κι αν κάποιον άλλον αγαπάαααας.
(Ντάξει, μεγάλε κι εμείς αγαπάμε Πάολα και Βασίλη Καρρά, και καψουρευτήκαμε και νταλκαδιάσαμε μαζί τους σε κωλόμπαρα, αλλά ... στην παραλία πάμε για άλλο λόγο).
Η αλήθεια είναι πως στις ιδιωτικές μας συζητήσεις δηλώνουμε όλοι αντίθετοι με τη δυνατή μουσική στον δημόσιο χώρο. Και μάλλον το εννοούμε. Όλοι λέμε πως ζηλεύουμε την πολιτισμένη Δυτική Ευρώπη όπου, πράγματι, η μουσική στα καφέ και στα εστιατόρια είτε δεν υπάρχει, είτε έρχεται σαν ένα πολύ διακριτικό υπόστρωμα που δεν ενοχλεί κανέναν, αντιθέτως εγείρει ένα ευχάριστο συναίσθημα. Έχουν άραγε καλύτερη παιδεία; Δεν είναι αυτό. Προφανώς εκεί υπήρχε πάντα η σχετική απαγόρευση, η οποία τηρήθηκε και έγινε συνήθεια. Οι νόμοι γεννάνε την παιδεία, ή όχι;
Στην Ελλαδίτσα, στη χώρα του «κάνω ό,τι γουστάρω» η κατάσταση είναι κυριολεκτικά στο έλεος των πέντε - δέκα καταστηματαρχών και των ντι τζέι τους που διαμορφώνουν το μουσικό ... τοπίο σε κάθε περιοχή. Μια βόλτα βράδυ στην πλατεία Ταχυδρομείου π.χ., σου αποκαλύπτει το ακατανόητο φαινόμενο διπλανά μαγαζιά να παίζουν το καθένα τη δική του εκκωφαντική μουσική και στο τέλος οι θαμώνες να μην εισπράττουν παρά μια διαρκή αλληλοεπικαλυπτόμενη και απολύτως ενοχλητική βαβούρα. Κάθεται ο κόσμος να πιει ένα ποτό, -και τι να κάνει;- υποφέρει, αλλά σου λέει έτσι είναι η κατάσταση, δεν αλλάζει. Τα υπόλοιπα είναι απλώς γραφικότητες: κατά τα μεσάνυχτα πέφτουν τα συνήθη τηλέφωνα στην αστυνομία, ένα περιπολικό εμφανίζεται για συστάσεις που τηρούνται για κανένα δεκάλεπτο μέχρι την απομάκρυνσή του.... Εντάξει ...
Νομίζω πρέπει να μιλήσουμε κάποτε σοβαρά... Με το που απαγορεύτηκε η μουσική λόγω του Covid, η συζήτηση στράφηκε στη ... ζημιά που - υποτίθεται- παθαίνουν τα μαγαζιά εξαιτίας της έλλειψής της. Όλα ιδωμένα κάτω από ένα πρίσμα οικονομίστικο. Δικαιώματα έχουν μόνο τα «μαγαζιά», οι υπόλοιποι, έπονται. Ο τουρισμός κύριοι είναι ... εθνικό κεφάλαιο. Να ’ρθει η all inclusive μάζα απ’ την Αγγλία, να την μαντρώσουμε κατά εκατοντάδες σε ορθάδικα, να πιει τον άμπακα, να ξεσαλώσει ακούγοντας δυνατά μουσική, να μεθύσει, να κονομήσουμε, να ανέβει το ΑΕΠ της χώρας και να οδεύσουμε σε μια νέα πορεία ανάπτυξης. Όλε!
Προφανώς και δεν υποτιμά κανένας τα έσοδα από τον τουρισμό. Αλλά η κακή χρήση της μουσικής στους ελληνικούς δημόσιους χώρους έχει γενικευτεί. Σε σημείο που καταντάει ... αντιτουριστικό. Διότι εκτός της μάζας έχεις να κάνεις και με επισκέπτες σαφώς πιο εκλεπτυσμένους.
- Βρε συ... μού έλεγε πάντα ένας φίλος μου, πολύ εστέτ και ψαγμένος τύπος, «αυτή η χώρα χρειάζεται πρωτίστως μια «Αισθητική Αστυνομία». Να συλλαμβάνει και να μπουντρουμιάζει ό,τι κυκλοφορεί σε κιτς, ό, τι προσβάλλει την κοινή αισθητική. Από κει να αρχίσουν. Τα υπόλοιπα θα διορθωθούν από μόνα τους».
Κι εγώ γελούσα, μα ύστερα κατάλαβα πως ήταν ό, τι πιο σοβαρό έχει ειπωθεί γι’ αυτήν τη χώρα. Το κιτς, η κάθε είδους ρύπανση, όπως εδώ η ακουστική, είναι πρωτίστως θέμα που ανάγεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και τελικά είναι και θέμα δημοκρατίας. Ποιος τελικά προστατεύει το δικαίωμά μας ως πολιτών στη γαλήνη και την κοινή ησυχία; Ποιος προστατεύει τα μάτια μας από το βρόμισμα και την κακοποίηση του δημόσιου χώρου; Ποιος με προστατεύει από τον ηλίθιο με το κάμπριο που βάζει τη μουσική στο τέρμα και περνά ώρα 1 το πρωί απ’ τη γειτονιά για να μας ταράξει το νευρικό σύστημα;
Για άλλη μια φορά όμως, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει τα ίδια λάθη. Να βάζει ερωτήματα ρητορικά. Που ως συνήθως δεν θα πάρουν ποτέ καμιά απάντηση. Δεν υπάρχει δυστυχώς επιστροφή. Οπότε για την ώρα κάτσε και απόλαυσε. Τη μουσική της ... σιωπής!
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr