γνωστό ότι οι δύο αυτές γυναίκες πρωταγωνίστησαν στη ζωή της πιο ηρωικής και συνάμα της πιο αδικημένης μορφής του ‘21. Η Ακρίβω είναι η λεβεντογέννα μάνα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και η Ελένη είναι η πιστή Πηνελόπη, που μένοντας χήρα επί 54 χρόνια, απ’ το 1825, όταν δολοφονήθηκε ο άντρας της έως το 1879, που πέθανε σε ηλικία 86 ετών, τιμώντας όλο αυτό το διάστημα παραδειγματικά τη μνήμη του Πολέμαρχου.
Μένοντας ο Οδυσσέας ορφανός από τα οχτώ του χρόνια παραδόθηκε από τη μητέρα του στον Αλή Πασά, ο οποίος και τον ανέθρεψε σαν δικό του παιδί.
Μέσα στο σαράι του Αλή, ο Οδυσσέας μεγαλώνει με την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του τυράννου. Εκτιμώντας ο Αλής τις δυνατότητες του νεαρού, τον διορίζει το 1818 αρματολό Λιβαδειάς με δικαιοδοσία σ’ ολόκληρη την Ανατολική Στερεά, την Αττική, την Εύβοια. Κι όταν αργότερα ο Οδυσσέας γύρισε στα Γιάννενα για να παρουσιάσει στον Αλή το έργο του, ενθουσιασμένος εκείνος θα τον ανταμείψει με τον καλύτερο τρόπο. Ο Σ. Γρηγοριάδης στο έργο του Οδ. Ανδρούτσος, 1979, σελ. 28, μας πληροφορεί ότι ο τύραννος με πατρική στοργή γύρισε και είπε στον Οδυσσέα:
Καιρός δεν είναι, μπίρο μ’, να παντρευτείς; Ξέρω, ξέρω την Ελένη τη γλυκοκοιτάς. Δική σου είναι. Εγώ θα σας προικίσω, όπως σας αξίζει...
Και η Ελένη ήταν στο χαρέμι του Αλή, νέα, ωραιότατη, με ευγενικούς τρόπους, από τις Καλαρρύτες, κόρη του προεστού Χρήστου Καρέλη. Ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια στα Γιάννενα και ο Αλής στα ξεφαντώματά του δεν σταματούσε να φωνάζει:
Τον Οδυσσέα μου, ωρέ, παντρεύω...
Και η προίκα που δόθηκε στον πολέμαρχο υπολογίζεται ότι άγγιξε το αστρονομικό για την εποχή ποσό του 1.000.000 γροσίων. Και ας σημειωθεί ότι ολόκληρο αυτόν τον θησαυρό ο Οδυσσέας τον ξόδεψε στον Αγώνα, ενώ παράλληλα οι αντίπαλοί του τον δολοφόνησαν με τον πιο ειδεχθή τρόπο, για να καρπωθούν τον θησαυρό...
Αλλά, εάν κάποιος θέλει να εκτιμήσει σωστά τον χαρακτήρα και τα πεπραγμένα της Ελένης, ως συζύγου πλέον του Οδυσσέως, θα πρέπει να ξεκινήσει ακριβώς από την προίκα της. Με τα χρήματα αυτά θα μπορούσε κάλλιστα να δελεάσει τον άντρα της και να εγκατασταθούν με ασφάλεια στα Επτάνησα ή σε κάποια χώρα της Ευρώπης ζώντας στην κυριολεξία πριγκηπικά. Εντούτοις σεμνά, ταπεινά και υπάκουα ακολούθησε την απόφαση του στρατηγού να τα ξοδέψει όλα για τον Αγώνα και συναισθανόμενη πλήρως τη γυναικεία της φύση, καθώς και τις εθιμικές συνήθειες, περιορίστηκε στους παραδοσιακούς της ρόλους, πίσω απ’ τη δυναμική πεθερά της, φιλοδοξώντας να γίνει το ιδανικό στήριγμα του λιονταριού που ορκίστηκε να λευτερώσει την Ελλάδα. Και μέσα στη Δρακοσπηλιά όπου είχε εγκατασταθεί, το 1824 θα γεννήσει και τον μοναχογιό της, Λεωνίδα.
Το ηθικό της ανάστημα θα το ξεδιπλώσει πιο καθαρά ύστερα απ’ τη δολοφονία του Οδυσσέα. Απελπισμένες και εγκαταλειμμένες με την πεθερά της θα παραδώσουν τη σπηλιά σε εκπροσώπους της Κυβέρνησης, οι οποίοι έδιωξαν κακήν κακώς τις δυο γυναίκες και το μονοετές βρέφος κι άρχισαν να ψάχνουν τον πολυθρύλητο θησαυρό του Οδυσσέα. Η Ελένη, η «στρατηγίνα», όπως την αποκαλούσαν, πήρε το παιδί και κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου φιλοξενήθηκε απ’ την ομομήτριο αδελφή του Οδυσσέα Ταρσίτσα και τον σύζυγό της, Τρελόνι.
Όμως ύστερα από τη φυγή του Τρελόνι για την Αγγλία η Ελένη γύρισε ξανά στην επαναστατημένη Ελλάδα γυρεύοντας να περισυλλέξει όσα χρωστούσαν διάφοροι στον σύζυγό της. Δεν κατάφερε όμως τίποτα και στην Αίγινα, όπου διέμεινε για λίγο, παραχώρησε στον νοικοκύρη του σπιτιού τις φορεσιές του Οδυσσέα αντί του ενοικίου... Επί Καποδίστρια πέτυχε μια μικρή σύνταξη, την οποία έχασε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Ο Όθων αργότερα θα της χορηγήσει μια ψωροσύνταξη 40 δραχμών τον μήνα...
Το 1833 ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος παρέλαβε τον γιο της στο Μόναχο, για να σπουδάσει ως υπότροφος μαζί με άλλα Ελληνόπουλα. Ακολούθησε και η Ελένη, αφού προηγουμένως ξέθαψε κρυφά τα οστά του Οδυσσέα και τα φύλαγε. Δεκαετίες αργότερα, το 1865, κατάφερε και αγόρασε έναν τάφο στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και μέσα σε μεγαλοπρεπή τελετή, που οργάνωσε η ίδια, έγινε και η μετακομιδή των οστών του συζύγου της.
Στη Βαυαρία η άμοιρη «στρατηγίνα» γνώρισε κάποιες τιμές και λίγη άνεση, για όσο ο γιος της βρισκόταν στη ζωή. Όμως, απ’ την επιδημία χολέρας, που είχε πέσει τότε στη Βαυαρία, το παιδί πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου του 1836 σε ηλικία μόλις 12 ετών. Του έκαμε την κηδεία ο Λουδοβίκος και το έθαψε με όλες τις τιμές σε μαρμάρινο τάφο.
Η Ελένη απογοητευμένη εντελώς γύρισε στην Ελλάδα έχοντας εγκαταλείψει την ελπίδα της στην παγωμένη Βαυαρία. Ζούσε πλέον με τις αναμνήσεις της και με την ακοίμητη φροντίδα της να διαφυλάξει τη μνήμη του Οδυσσέα απ’ τον διασυρμό και την εμπάθεια ιστοριογράφων σαν τον Σουρμελή. Με σύνταξη 47 δραχμών τον μήνα, ως το 1860 ζούσε σε χωριό της Λιβαδειάς και εν συνεχεία στην Αθήνα, όπου άρχισε πια να ξεπουλά τα κειμήλια του στρατηγού. Βελτιώθηκε η οικονομική της κατάσταση, όταν ο Όθων αγόρασε την πανοπλία του Οδυσσέα αντί 7.000 δραχμών. Και μπόρεσε έτσι να οργανώσει τη μεγαλοπρεπή μετακομιδή των οστών, που τα φύλαγε ως τότε κρυμμένα...
Αυτή ήταν η Ελένη Καρέλη. Δεν ζώστηκε βέβαια το σπαθί, όπως η Μπουμπουλίνα, αλλά επί δεκαετίες πολλές πρόβαλε ως φωτεινό πρότυπο Πηνελόπης.
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας Αγιάς «Δημ. Αγραφιώτης»
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος