Κάποιος φίλος του και γείτονας, που έκαναν παρέα και οι γονείς του, διαφωνούσε μ’ αυτήν τη συμπεριφορά. «Όχι ρε φίλε» του έλεγε. «Δεν θα λες πάντα «ναι» σε ό,τι πει η Δωροθέα. Δεν νομίζω να έχει πάντα δίκιο. Άλλο σεβασμός και άλλο τυφλή υπακοή.
Μια αγράμματη γυναίκα είναι από ένα ορεινό χωριό.
Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλα. Όπως είναι και η δική μου μάνα, αλλά ο πατέρας μου θυμώνει κάποιες φορές μαζί της.
Ο Πέτρος τα άκουγε όλα αυτά και πίστευε ότι έχει δίκιο ο φίλος του. Αλλά μόλις η Δωροθέα αγρίευε και έριχνε το βλέμμα πάνω του ο Πέτρος πάγωνε και εκτελούσε τις διαταγές της.
Είχε και άλλα δύο μικρότερα αδέρφια, ένα κορίτσι και ένα αγόρι.
Σ’ αυτά τα παιδιά δεν περνούσε η αυστηρότητα της μάνας τους. Η μάνα φώναζε κι εκείνα καβαλούσαν τα ποδήλατα και έφευγαν.
Ο Πέτρος δεν συμφωνούσε ούτε και μ’ αυτήν τη συμπεριφορά των αδελφών του. Ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών ο μικρότερος αδερφός και είχε πάρει τη ζωή στα... χέρια του.
Βόλτες, παρέες, πάρτι κι ο Πέτρος ολημερίς σκυμμένος σε ένα βιβλίο.
Ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές και πέρασε απ’ τους πρώτους στην Παιδαγωγική Ακαδημία της πόλης τους. Καταγόταν από μια θεσσαλική πόλη.
Μετά από δύο χρόνια δάσκαλος ο Πέτρος και πολύ γρήγορα διορισμένος σε ένα χωριό της Μακεδονίας. Άλλοι οι καιροί τότε, τα παιδιά μόλις τελείωναν μια σχολή έπαιρναν τον δρόμο τους.
Επιτέλους άνοιξε κι αυτός τα φτερά του και ξέφυγε απ’ την καταπίεση και την επίβλεψη της Δωροθέας.
Όμως εκείνη δεν άλλαξε συμπεριφορά απέναντί του, τον επισκεπτόταν συχνά και... διάλεγε τις παρέες του.
Κάποια στιγμή ο Πέτρος ερωτεύτηκε τρελά, μια συνάδελφό του, την Έφη.
Βλέπετε τα νιάτα διεκδικούν τα δικαιώματά τους και αφήνουν πίσω τις αυστηρότητες και τις νουθεσίες των γονιών. Σε μια επίσκεψη στον γιο της η Δωροθέα γνώρισε την Έφη... Σούφρωσε τα χείλη της, δεν της άρεσε.
Όχι πως δεν ήταν όμορφη, η Έφη ήταν μία κούκλα, αλλά γιατί αυτή άλλα είχε στο μυαλό της.
Είχε βάλει στο μάτι μια κοπέλα από γνωστή οικογένεια της πόλης τους και θα έπειθε τον γιο της να πάει να τη ζητήσει απ’ τον πατέρα της.
Όμως τα όνειρά της... αναποδογυρίστηκαν. Ποια ήταν αυτή η Έφη, από που κρατούσε... η σκούφια της που λέει ο λαός και ποιοι ήταν οι γονείς της!
Δεν το έβαλε κάτω και το έψαξε, έμαθε και απογοητεύτηκε.
Η Έφη καταγόταν κι αυτή από μια πόλη της Θεσσαλίας.
Ο πατέρας της εργάτης στις οικοδομές και η μάνα της παραδουλεύτρα σε μια πλούσια οικογένεια.
Έπεσε ο... ουρανός στο κεφάλι της, όταν τα έμαθε όλα αυτά. Αυτή να συμπεθεριάσει με μια υπηρέτρια...! Αδύνατον, δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι αυτό.
Έβαλε κάτω τον Πέτρο και του τα έψαλε κάποια ημέρα που γύρισε απ’ το σχολείο.
Ο Πέτρος για πρώτη φορά ύψωσε φωνή.
«Αυτή θα πάρω, θέλεις δεν θέλεις» της είπε.
Όμως η Δωροθέα είχε... όπλα. Ήξερα καλά τον χαρακτήρα του γιου της.
«Να κάνεις του κεφαλιού σου» του είπε: «Αφού δεν με ακούς να την πάρεις. Αλλά ξέχνα τη μάνα σου, δεν είσαι πλέον παιδί μου. Και μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στο σπίτι μου, δεν υπάρχεις για μένα».
Η γνώμη του πατέρα βέβαια δεν μετρούσε, δεν μέτρησε ποτέ στη μέχρι τώρα ζωή τους. Ό,τι έλεγε η Δωροθέα ήταν νόμος...
Και όπως όλοι οι νόμοι εφαρμόζονται κατά γράμμα το ίδιο έγινε κι εδώ. Άρχισε σιγά-σιγά ο Πέτρος να απομακρύνεται. Με διάφορες προφάσεις απέφευγε τις συναντήσεις, ώσπου η Έφη αγανάκτησε, κατάλαβε προφανώς την επέμβαση της μάνας του και του πρότεινε να χωρίσουν.
Έτσι και έγινε. Ο Πέτρος στεναχωρήθηκε πολύ, κλείστηκε στον εαυτό του. Αλλά και η Έφη το ίδιο.
Η Δωροθέα σαν το έμαθε χάρηκε πολύ. Ξαναπήγε στη Μακεδονία και κουβάλησε στον γιο της φαγητά και γλυκά για να τον ευχαριστήσει. Ο Πέτρος προσποιούνταν στη μάνα του, ότι δική του ήταν η απόφαση, γιατί δεν ταίριαζε με την Έφη και η μάνα διπλά ευχαριστημένη.
Και τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι σαν τη βροχή... Ο Πέτρος δεν έκανε άλλη σχέση. Για την Έφη δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Οι γονείς του είχαν φύγει προ πολλού απ’ τη ζωή...
Ογδονταπεντάρης τώρα ο Πέτρος, μόνος στο μεγάλο διαμέρισμα στην πόλη του, αναπολεί τα περασμένα. Έχει διάφορες παθήσεις και φοβάται και τον κορονοϊό.
Ελπίζει με το εμβόλιο που έκανε να του... επιτρέψει ο ιός να ζήσει. Αλλά κι αυτή δεν ήταν ζωή, μόνος μέσα στους τέσσερις τοίχους. Τα αδέρφια του έκαναν οικογένειες και σπάνια τον επισκέπτονταν, όταν ήθελαν καμιά... βοήθεια, γιατί ο Πέτρος είχε μια καλή σύνταξη.
Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε να μπει στο γηροκομείο της πόλης. Το ανακοίνωσε στα αδέρφια του. Εκείνοι χάρηκαν που θα τον... ξεφορτωνόταν, αλλά λυπήθηκαν γιατί δεν θα είχαν πλέον την οικονομική βοήθεια.
Στο γηροκομείο πλέον ο Πέτρος νιώθει καλύτερα. Το πρωί συγκεντρώνονται όλοι οι γέροντες στην τραπεζαρία, παίρνουν το πρωινό τους, το ίδιο και το μεσημέρι και το βράδυ και η ώρα περνάει ευχάριστα, θα έλεγε κάνεις.
Μια ηλιόλουστη ημέρα ο Πέτρος βγήκε στον κήπο και κάθισε σε ένα παγκάκι. Λίγο αργότερα ήρθε και μια γερόντισσα και κάθισε δίπλα του. Του έπιασε ξαφνικά το χέρι και ο Πέτρος ταράχτηκε. Τι ήταν αυτό τώρα! Γύρισε και την κοίταξε... «Πέτρο δεν με γνωρίζεις...;» του είπε. «Είμαι η Έφη. Αλλά πώς να με γνωρίσεις έτσι που έγινα;
«Είσαι η Έφη... Πώς με γνώρισες εσύ;».
«Πέτρο μου, δεν σε ξέχασα ποτέ. Απ’ την πρώτη ημέρα που μπήκες στο ίδρυμα και αντίκρυσα τα μάτια σου, αναστατώθηκε το «μέσα» μου. Αχ βρε Πέτρο πώς καταντήσαμε, γιατί να χωρίσουμε...!
Τους πήραν τα δάκρυα, αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν για πολλή ώρα, αλλά τον χρόνο δεν κατάφεραν να τον... γυρίσουν πίσω.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά, συγγραφέα