Γι’ αυτό οι αλλαγές στο περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος εγείρουν έντονη αμφισβήτηση.
Με αφόρμηση την προπαρασκευή των νέων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών για τη διδασκαλία της Ιστορίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, παραθέτουμε μερικές σκέψεις που απορρέουν από τη διδακτική εμπειρία, κυρίως στη διδασκαλία του μαθήματος στη Γ’ Λυκείου.
Καταρχάς, οι συχνές αλλαγές στη διδασκαλία της Ιστορίας -προφανώς και των άλλων αντικειμένων- είναι a priori αρνητικές για τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς (εφόσον δεν γίνεται συστηματικά και έγκαιρα επιμόρφωσή τους...), καθώς αμφότεροι αναγκάζονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, πολλώ δε μάλλον όταν οι αλλαγές ανατρέπουν τελείως την προϋπάρχουσα κατάσταση.
Η βασική επιλογή της επιτροπής που επεξεργάστηκε τα νέα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας είναι ότι υιοθέτησε το «ιδρυτικό» σχήμα της ελληνικής ιστοριογραφίας που εισήγαγε στα τέλη του 19ου αιώνα ο εθνικός μας ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Αρχαία Ελλάδα-Βυζάντιο (Μέσοι Χρόνοι)-Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα. Το σχήμα αυτό κατά τα φαινόμενα θα διατρέχει τη διδασκαλία της Ιστορίας από το Δημοτικό, και συγκεκριμένα την τρίτη τάξη του, έως το Λύκειο.
Επιπλέον, μία σημαντική καινοτομία στη διδασκαλία του μαθήματος στο Λύκειο που θα μπορούσε να έχει θετική συμβολή εάν κρίνουμε από το εγχειρίδιο της Γ’ Λυκείου, είναι η θεματική προσέγγιση της Ιστορίας ώστε να αποφεύγεται αρκετά το «αέναο» βύθισμα των μαθητών σε πλήθος δυσκολομνημόνευτων και άχρηστων σε κάποιες περιπτώσεις πληροφοριών. Παράλληλα, στην εισαγωγή κάθε κεφαλαίου ο μαθητής, σύμφωνα με τα λεγόμενα της επιστημονικής επιτροπής, θα προσανατολίζεται και κατατοπίζεται χωροχρονικά ώστε να κατανοεί και συγκρατεί τις ιστορικές πληροφορίες που εμπεριέχονται στο κεφάλαιο.
Ωστόσο, παρά τις αγαθές προθέσεις και διακηρύξεις, τα ερωτήματα παραμένουν, καθώς οι παθογένειες στη διδασκαλία του μαθήματος χρονίζουν και οι μαθητές στερούνται στοιχειώδους ενδιαφέροντος για το μάθημα. Τα νέα προγράμματα σπουδών, βέβαια, φαίνεται να παρέχουν ερεθίσματα για την καλλιέργεια κριτικής σκέψης, κυρίως μέσα από την εύληπτη διαπραγμάτευση των ιστορικών πηγών και την αξιοποίηση πολυτροπικών μέσων.
Το ζήτημα πάντως δείχνει να είναι ευρύτερο και συνυφαίνεται με τη γενικότερη συγκρότηση των μαθητών μας στα γλωσσικά μαθήματα. Οι επιδόσεις στις Πανελλήνιες Εξετάσεις καταδεικνύουν ότι οι μαθητές ακόμη και στο Λύκειο σε μεγάλο ποσοστό αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό που διαβάζουν (πόσο μάλλον όταν είναι γραμμένο σε προγενέστερη γλωσσική μορφή, ακόμη και σε απλοϊκή καθαρεύουσα), ενώ «χάνονται» στο πλήθος των πληροφοριών όταν τους ζητείται να απομονώσουν αυτές που απαντούν στα ερωτήματα των ιστορικών πηγών.
Η έλλειψη αφαιρετικής σκέψης από τη μία αλλά και συνθετικής ικανότητας από την άλλη γίνεται φανερή όταν οι μαθητές καλούνται να αναλύσουν και να διαπραγματευθούν ιστορικές πηγές. Πρόκειται στην πραγματικότητα για σύνθετες δεξιότητες που δεν κατακτώνται από τη μία μέρα στη άλλη, καθώς απαιτείται μακροχρόνια και επίπονη τριβή στη βάσανο των ιστορικών πηγών, ήδη από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Έτσι θα μπορούσε να περιοριστεί η αποστήθιση, η μηχανική αποθησαύριση γνώσεων, και να εμπεδωθεί η ιστορική γνώση.
Ασφαλώς βάση για την κατάκτηση σε ικανοποιητικό βαθμό των παραπάνω λειτουργιών αποτελεί οι μαθητές να μάθουν να κατανοούν τα αίτια των πράξεων των δρώντων προσώπων της Ιστορίας, τις σκοπιμότητες που αυτές υποκρύπτουν αλλά και τις συνέπειές τους. Γι’ αυτό, το μάθημα της Ιστορίας δικαιολογημένα πρέπει να προσλάβει κάποια «εργαστηριακή» μορφή ώστε να γίνει παραγωγικό και αποτελεσματικό και κυρίως να προκαλεί το ενδιαφέρον.
Από όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι η κατάκτηση της ιστορικής γνώσης στο σχολείο προϋποθέτει πρώτα από όλα προσωπική εγρήγορση και εμβάθυνση από τον δάσκαλο ώστε να κατέχει στέρεη γνώση και να αξιοποιεί κατάλληλα σύγχρονα μέσα και μεθόδους διδασκαλίας στη μετάγγισή της, συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα νέα αντικείμενα καθώς και ολιστικό προσανατολισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην κατά το δυνατό κατάκτηση της ελληνικής γλώσσας, «παραδοσιακό» διακύβευμα και παλαιότερων μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών.
Από τον Βασίλη Πλατή, εκπαιδευτικό, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.