Γεννήθηκε στο νησί Κως το 460 π.Χ. και ο πατέρας του που ήταν ιατρός, αποτέλεσε τον πρώτο του δάσκαλο, καθώς μαθήτευσε δίπλα του στο περίφημο Ασκληπιείο της πατρίδας του. Ως ευφυέστατο άτομο που ήταν, κατάλαβε νωρίς ότι δεν αρκούσε μόνο να σπουδάσει τα περί ιατρικής. Κατάλαβε ότι για να γίνει ολοκληρωμένος ιατρός έπρεπε να αποκτήσει μια ευρύτερη μόρφωση μέσω της οποίας θα υποστήριζε την ιατρική τέχνη. Σπούδασε λοιπόν και φιλοσοφία, γνωρίζοντας τον Δημόκριτο, τον σοφιστή Γοργία, τον ρήτορα Λεοντίνο. Εξάλλου, ο ίδιος είχε πει: Ιητρός γαρ φιλόσοφος ισόθεος. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγάλος θαυμαστής του και σπουδαίος ιατρός Γαληνός τον θεωρούσε τον μέγιστο των φιλοσόφων.
Ταξίδεψε σε αρκετά μέρη του τότε γνωστού κόσμου, παρατηρώντας τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τις κλιματολογικές συνθήκες, τα έθιμά τους και όταν συγκέντρωσε αρκετό υλικό, επέστρεψε στην Κω και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ιατρική, την οποία απάλλαξε από δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και απέρριψε την άποψη ότι οι ασθένειες είναι τιμωρίες που στέλνουν οι Θεοί. Όπως συνήθιζε να λέει: Ουκ έστιν ο Θεός αίτιος ουδενός. Αποκάλυψε στον κόσμο ότι οι αρρώστιες είναι προϊόν ανθρώπινης ή άλλης αιτίας, την οποία ο γιατρός οφείλει να διερευνήσει και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Έχοντας ως οδηγό του το ρητό: «όχι η ασθένεια αλλά ο ασθενής», αντιμετώπισε τον άρρωστο ως ολότητα. Τον αντιμετώπιζε σαν ψυχοσωματική οντότητα και δεν εστίαζε μόνο στο όργανο που έπασχε, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσε την προσωπικότητα και τη γενικότερη συμπεριφορά του. Μεθοδικός και παρατηρητικός κατέγραφε κάθε τι διεξοδικά. Πίστευε ότι ο γιατρός έχει υποχρέωση να ερευνά την αιτία της ασθένειας και να προσπαθεί να θεραπεύσει τον άρρωστο, κινούμενος όχι από φιλοχρηματία ή ματαιοδοξία, αλλά από αγνή αγάπη προς τον συνάνθρωπο και από αγάπη για την πρόοδο της επιστήμης του. Ζώντας σε μια εποχή που δεν ήταν ανεπτυγμένη η φαρμακολογία, επέμενε περισσότερο στην πρόληψη μιας ασθένειας παρά στη διάγνωση. Στόχος του δηλαδή ήταν να προλάβει την εκδήλωση μιας ασθένειας και γι’ αυτό λάμβανε λεπτομερές ιστορικό του αρρώστου, του περιβάλλοντός του, των συνθηκών υγιεινής. Όπως αναφέρει ο ίδιος στον περίφημο όρκο του: θα χρησιμοποιώ τη θεραπεία για να βοηθήσω τους ασθενείς κατά τη δύναμη και την κρίση μου, αλλά ποτέ για να βλάψω ή να αδικήσω.
Πίστευε ότι στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν τέσσερις ουσίες που τις ονόμασε: αίμα, βλέννη, κίτρινη και μαύρη χολή. Η υγεία ενός ανθρώπου εξαρτάται από το αν υπάρχει ισορροπία μεταξύ αυτών των ουσιών. Επίσης πίστευε ότι στο σώμα υπάρχει μια ζωική δύναμη, η φύσις, από την οποία εξαρτάται η συντήρηση, η ανάπτυξη και η θεραπεία του σώματος και η επαναφορά του σε μια φυσιολογική κατάσταση. Γενικά, για τον Ιπποκράτη η νοσολογία στηρίζεται σε τρία σημεία: άρρωστος, αρρώστια, Ιατρός. Ο άρρωστος αποτελεί μια ενιαία ψυχοσωματική οντότητα και επιβάλλεται να εξετάζεται στο σύνολό της (ολιστική ιατρική), η αρρώστια καθορίζεται από ορθολογικούς φυσικούς νόμους και δεν είναι αποτέλεσμα επέμβασης θεών (έκαστον νόσημα φύσιν έχει και πρόφασιν) και ο γιατρός προσπαθεί να αποκαταστήσει την υγεία του ατόμου.
Τελευταίος σταθμός της ζωής του ήταν η Θεσσαλία και πιο συγκεκριμένα η πόλη της Λάρισας, όπου και πέθανε σε ηλικία 83 ετών. Ενταφιάστηκε σε σημείο μεταξύ Γυρτώνης-Τυρνάβου και Λάρισας. Επρόκειτο για έναν ευφυή, διορατικό, εργασιομανή άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο των συνανθρώπων του. Ο όρκος που έγραψε εξακολουθεί να δίνεται σήμερα από τους μελλοντικούς γιατρούς και αποτελεί σημείο αναφοράς για την ιατρική επιστήμη. Όπως γράφει: Αν τηρώ τον όρκο αυτό και δεν τον παραβώ, ας χαίρω πάντοτε υπολήψεως ανάμεσα στους ανθρώπους για την ζωή και για την τέχνη μου. Αν όμως τον παραβώ και επιορκήσω, ας πάθω τα αντίθετα.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο