επίπεδο (άνοδος της στάθμης της θάλασσας, λιώσιμο των πάγων, αύξηση θερμοκρασίας θαλασσών, οξίνιση ωκεανών, αύξηση ακραίων καιρικών φαινομένων). Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούν οι μεταβολές βασικών κλιματικών χαρακτηριστικών στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία. Βασική πηγή των πληροφοριών είναι σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και πρόσφατες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά.
Από την αρχή διευκρινίζεται ότι όλες οι προβλέψεις βασίζονται σε υποθέσεις (σενάρια) για τα μοντέλα ανάπτυξης υπό τις οποίες θα εξελιχθούν τα φυσικά φαινόμενα, που οδηγούν σε συγκεκριμένη αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ). Τα σενάρια αυτά είναι τέσσερα, από τα οποία τα δύο ακραία είναι τα παρακάτω:
Σενάριο Α2: Σύμφωνα με αυτό θα έχουμε μέτρια αύξηση του παγκόσμιου κατά κεφαλήν εισοδήματος, έντονη κατανάλωση ενέργειας, ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, αργή τεχνολογική ανάπτυξη και μέτριες έως μεγάλες αλλαγές στη χρήση γης. Υπό αυτές τις συνθήκες αναμένεται ραγδαία αύξηση του CO2 στην ατμόσφαιρα, η οποία θα φθάσει τα 850 ppm το έτος 2100.
Σενάριο Β2: Στο σενάριο αυτό, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι μέτρια, με ήπιες τεχνολογικές αλλαγές, ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η αναμενόμενη αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα με μέτριους, αλλά σταθερούς ρυθμούς, η οποία θα φθάσει το 2100 τα 620 ppm.
Τα άλλα δύο σενάρια (Α1Β και Β1) θεωρούνται όχι τόσο πιθανά και δεν περιγράφονται για την οικονομία του χώρου. Κάτω από τα δύο αυτά σενάρια (Α2, Β2) οι αναμενόμενες μεταβολές στα βασικά κλιματικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, φαίνονται στον πίνακα:
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις αναφέρουν ότι στην Ανατολική Ελλάδα και στη Β. Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα νερού που πέφτει με τη βροχή σε διάστημα 3 ημερών, που αυξάνει πολύ τον κίνδυνο ακραίων πλημμυρών θα αυξηθεί έως και 30%, ενώ στην Ανατολική Ελλάδα και στην Κρήτη θα αυξηθούν και οι μεγαλύτερες διάρκειας ξηρές περίοδοι κατά 20 επιπλέον ημέρες μέχρι το 2050 και μέχρι 40 ημέρες μέχρι το 2100 με άμεση επίδραση στην αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών. Πιο συγκεκριμένα, για την πόλη της Λάρισας οι προβλέψεις είναι ότι ο αριθμός ημερών με βροχόπτωση μικρότερη του 1 mm θα αυξηθεί κατά 15 ημέρες τον χρόνο, οι ημέρες καύσωνα θα αυξηθούν κατά 2ο τον χρόνο, οι νύχτες παγετού θα μειωθούν κατά 10 τον χρόνο, η βροχόπτωση του χειμώνα θα μειωθεί κατά 10 mm και η βροχόπτωση του φθινοπώρου θα αυξηθεί κατά 20 mm.
Πολύ σημαντική επίπτωση που αναμένεται από τις μεταβολές αυτές είναι η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας μέχρι το 2100 από 20 εκ. έως 2 μ. Αυτό σημαίνει ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις στα 3.360 χλμ. που θεωρούνται υψηλής ευπάθειας (ποσοστό 21% της συνολικής ακτογραμμής) θα υποστεί τις συνέπειες της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, δηλαδή της υποχώρησης της ακτογραμμής στις δελταϊκές περιοχές των ποταμών (π.χ. Αξιού-Αλιάκμονα, Αλφειού, Πηνειού) σε βάθος από 30-2.750 μ. από τις ακτές. Στο Δέλτα Πηνειού συγκεκριμένα η πρόβλεψη είναι ότι λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας στις περιόδους αυτές μπορεί να κατακλυσθούν περί τις 6.500 στρ.
Όλες αυτές οι μεταβολές αναμένεται να προκαλέσουν πολύ σοβαρές συνέπειες στην οικονομία, στη γεωργία, στον τουρισμό και άλλους τομείς, που θα συζητηθούν σε επόμενα άρθρα.
* Ο Χρίστος Τσαντίλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. τακτικός ερευνητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.