Σ’ αυτήν τη μεγάλη στιγμή του γένους, προσέτρεξε και πάλιν ο Κυπριακός Ελληνισμός για να δώσει, μαζί με όλους τους αδελφούς Έλληνες ραγιάδες τον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα.
Στο μακρύ διάστημα της τουρκοκρατίας αλλά και τα χρόνια της επανασύστασης, η Κύπρος, ως ακρότατο φυσικό σύνορο του ελληνισμού, μοιράστηκε την τύχη του υπόδουλου γένους αλλά και τους κοινούς αγώνες του για ελευθερία. Η αρχή θα γίνει τον Ιούνιο του 1798 στο Βελιγράδι, όταν ο Ιωάννης Καρατζάς από τη Λευκωσία, θα ακολουθήσει τον σύντροφο και δάσκαλό του Ρήγα Βελεστινλή μέχρι τέλους στο φρικτό μαρτύριο.
Και ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί. Σκορπισμένοι παντού σε όλα τα τουρκοπατημένα εδάφη οι Έλληνες της Κύπρου, μετείχαν ενεργά στη δημιουργία των συνθηκών, πάνω στις οποίες έκτισε και πρόσφερε η Φιλική Εταιρεία. Το 1818 ο Ηπειρώτης Δημήτριος Ύπατρος έφτασε στην Κύπρο και μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Το παράδειγμα του Κυπριανού ακολούθησαν και άλλοι κληρικοί και πρόκριτοι του νησιού. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε στον Κυπριανό γράμμα, ζητώντας του να επισπεύσει τη βοήθεια που υποσχέθηκε:
«... Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ύπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς... την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το σχολείον (συνθηματικό της Επανάστασης) της Πελοποννήσου... έναρξις του Σχολείου εγγίζει... Ας ταχύνει, λοιπόν, η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητος τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς είναι, είτε ζωοτροφίας».
Τον Απρίλιο του 1821, παρά τα συμφωνηθέντα, ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος διένειμε στη Λάρνακα προκηρύξεις με επαναστατικό περιεχόμενο. Η ενέργεια αυτή έγινε αντιληπτή από τον αδίστακτο Τούρκο κυβερνήτη Κιουτσούκ Μεχμέτ, που ανέφερε το γεγονός στην Υψηλή Πύλη, η οποία ενέκρινε το αίτημά του για εκτελέσεις κληρικών, προκρίτων και λαϊκών.
Οι απαγχονισμοί και οι σφαγές άρχισαν την 9η Ιουλίου 1821. Πρώτος απαγχονίστηκε στην Πλατεία του Σεραγίου στη Λευκωσία, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και λίγα λεπτά μετά, αποκεφαλίστηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν έως τις 14 Ιουλίου και είχαν ως αποτέλεσμα τη δολοφονία 486 Ελλήνων. Με τα σημερινά πληθυσμιακά δεδομένα, οι 486 που απαγχονίστηκαν και σφαγιάστηκαν αναλογούν περίπου σε 4.500! 62 χωριά και συνοικισμοί εξαφανίσθηκαν τελειωτικά... Πολλές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά και άλλες σε στάβλους.
Παρά τους εξανδραποδισμούς και τις εκτελέσεις, εκατοντάδες Ελληνόπαιδες της Κύπρου θα δώσουν βροντερό "παρών", στον πανελλήνιο απελευθερωτικό αγώνα. Ο Κανάρης φθάνει συχνά με τα καράβια του στις ακτές της Κερύνειας και επιστρέφει φορτωμένος με πολεμιστές και κάθε είδους υλική βοήθεια. Πολλοί εκποίησαν τις περιουσίες τους για τους σκοπούς της επανάστασης.
Αναφορά γίνεται σε ποιητική μαρτυρία του εθνικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη για τον απόπλουν επαναστατών από την Καρπασία, οι οποίοι είχαν ως όραμά τους τη Μεγάλη Ελλάδα: «Είπαν μου πώς εφύασιν ποτζιεί που το Καρπάσιν μια κοπή παίδκιοι τοπιανοί τζιαι πώς επήαν πέρα, πέρα στους λας που πολεμούν τζιαι παν κατά την Πόλη».
Οι Κύπριοι εθελοντές εκτός από την ένταξή τους σε διάφορα στρατιωτικά σώματα, είχαν δημιουργήσει και δικό τους λόχο, με δικό τους λάβαρο, λευκό με γαλανό μεγάλο σταυρό στη μέση που στο επάνω μέρος υπήρχε γραμμένη η ένδειξη «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ».
Συγκλονιστικές είναι οι έγγραφες μαρτυρίες κορυφαίων ηγετών και οπλαρχηγών της επανάστασης όπως των Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Μακρυγιάννη, Κανάρη, Νοταρά, Γιατράκου και πλήθος άλλων, μέσα από τις οποίες υμνούνται οι Έλληνες Κύπριοι που ήρθαν το 1821 και πολέμησαν παντού στην επαναστατημένη Ελλάδα. Στα ελληνικά Αρχεία καταγράφονται πέραν των 580 εθελοντών, σίγουρα όμως, δεδομένου ότι ήταν αδύνατον να καταγραφούν όλοι, ο αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος.
Πολλοί που επέζησαν των μαχών έμειναν για το υπόλοιπο της ζωής τους στην Ελλάδα, όπως ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Καραϊσκάκη, ο Ιωάννης Σταυριανός που έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχου Χωροφυλακής. Ο Φιλικός Χαράλαμπος Μάλης, διετέλεσε γραμματέας του Πατριάρχου Αντιόχειας Ανθέμιου και αργότερα διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1822 διορίστηκε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Θρησκείας της πρώτης επαναστατημένης Κυβέρνησης.
Στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, το Αρχείο της Βουλής, το Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, το Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, το Γενικό Αρχείο του Κράτους, τα Αρχεία Μητροπόλεων και Μοναστηριών και σε άλλες πολλές ιστορικές πηγές αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες για τη συμμετοχή των Ελλήνων της Κύπρου στην Εθνική Παλιγγενεσία.
Η Κύπρος είναι παρούσα και καταθέτει την άποψή της και στις συζητήσεις για το μέλλον του νέου ελληνικού κράτους. Το 1825 στέλνει αντιπροσώπους στις Ελληνικές Εθνοσυνελεύσεις και το 1827, με την καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Ναυαρίνο, κάνει όνειρα για λύτρωση και εθνική αποκατάσταση... Ωστόσο στη Συνδιάσκεψη του Πόρου για τον καθορισμό των ορίων του Ελληνικού κράτους η Κύπρος απουσίαζε από τις ελληνικές διεκδικήσεις.
Η συνείδηση της συμμετοχής της Κύπρου στον πανεθνικό ξεσηκωμό, γράφει η Θεοδώρα Μαρκάτου, εκφράστηκε αργότερα με τη συμμετοχή και Κυπρίων στην κάλυψη της δαπάνης για την ανέγερση του Ηρώου του Εικοσιένα.
Πολεμώντας για την Ελλάδα οι Κύπριοι προσέβλεπαν πάντα και στη δική τους λύτρωση από τα τυρρηνικά δεσμά και στην ενσωμάτωση της ιδιαίτερης τους πατρίδας στον Εθνικό Κορμό. Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια -γόνος εκ μητρός της Κυπρίας Αδαμαντίας Γονέμη από τη Λεμεσό- στην Ελλάδα αναπτέρωσε τις ελπίδες για εθνική ολοκλήρωση. Από τον Οκτώβριο του 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας ευρισκόμενος στο Παρίσι, ερωτηθείς από τον εκπρόσωπο του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών Wilmot-Horton, ποια είναι τα γεωγραφικά όρια του μελλοντικού κράτους που αξιώνει η Ελληνική πλευρά, ο Καποδίστριας απάντησε: «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου...».
Από εδώ κι ύστερα ξεκινά μια άλλη μεγάλη διαδρομή γεμάτη με κακοτοπιές, απότομες ανηφόρες, αβάστακτο πόνο, ποταμούς δακρύων και πολύ αίμα που δεν έφεραν δυστυχώς ποτέ το ποθούμενο που δεν ήταν άλλο από την ενσωμάτωση της Κύπρου στον Εθνικό Κορμό... Κάτι που ιστορικά δικαιούται η Κύπρος, αδικήθηκε όμως από τις ελλαδικές εμφύλιες συγκρούσεις και παλινωδίες, τις πολιτικές ισορροπίες, τη γεωγραφία και κυρίως τα συμφέροντα των ισχυρών της γης...
Από τον δρα Αυγουστίνο (Ντίνο) Αυγουστή, αναπλ. καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας